Γράφει ο Θεολόγος Μαρμάγγελος
Από τη γειτονιά της Αγίας Παρασκευής, ένα δειλινό καλοκαιριού στη Βέροια
Δεν είναι όλες οι λέξεις ίδιες.
Κάποιες κουβαλάνε βάρος.
Άλλες, μνήμη.
Κι άλλες, ανθρώπους.
Και μετά είναι κι εκείνες οι δέκα.
Οι μικρές και απλές.
Μα όταν τις εννοείς, φτάνουν βαθιά.
Καθόμουν στην άκρη του δρόμου, λίγο πιο πάνω απ’ την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Η Βέροια απλωνόταν μπροστά μου βουβή, όπως μόνο το καλοκαίρι ξέρει να σιωπά .
Είχε μια ζεστασιά που δεν έβγαινε από τον ήλιο — αλλά από κάτι πιο μέσα.
Από εκείνο το άγγιγμα που δεν έγινε, από τη λέξη που δεν πρόλαβε να ειπωθεί.
Ο ουρανός είχε πάρει εκείνο το χρώμα του κεχριμπαριού. Όχι κόκκινο, όχι πορτοκαλί. Ένα ενδιάμεσο που μόνο τα δειλινά της επαρχίας μπορούν να ζωγραφίσουν.
Και μέσα σε αυτό το δειλινό , ήρθαν στο μυαλό μου αυτές οι δέκα λέξεις.
«Σε ευχαριστώ» ,για τα μικρά, που τελικά ήταν τα πιο μεγάλα.
«Συγγνώμη», για τις φορές που άργησα να καταλάβω.
«Σε σκέφτομαι», ακόμα κι όταν δεν μιλάμε. Ίσως τότε περισσότερο.
«Είμαι περήφανος για εσένα» ,για όσα προσπέρασες χωρίς να ζητήσεις χειροκρότημα.
«Εδώ είμαι» , ήσυχα ,σταθερά. Όπως οι φίλοι που δεν χρειάζονται λόγια.
«Μου λείπεις» ,όχι με θόρυβο, αλλά με τρόπο που σφίγγει την καρδιά όταν πέφτει ο ήλιος.
«Είσαι καλά»;; μια απλή ερώτηση. Κι όμως, πόσο λίγοι την εννοούν.
«Μπράβο σου».,μπράβο σου που στάθηκες. Που άντεξες. Που χαμογελάς ακόμα.
«Μην φοβάσαι». Ό,τι κι αν γίνει, θα βρούμε ξανά το φως.
«Σ’ αγαπώ». Χωρίς όρους, χωρίς “αν”, χωρίς “γιατί”. Σαν ανάσα.
Το καλοκαίρι έχει αυτό το περίεργο:
Ξεγυμνώνει. Σε φέρνει πιο κοντά στον εαυτό σου. Σε γυρίζει πίσω σε αυλές, , σε φωνές που χάθηκαν αλλά δεν σβήστηκαν ποτέ, σε στιγμές που προσμένουμε.
Και ξαφνικά, εκεί — ανάμεσα στα φώτα της πόλης που ανάβουν ένα-ένα καταλαβαίνεις πως δεν είναι τυχαίο που αυτές οι 10 λέξεις έχουν τόση δύναμη.
Γιατί κάποια συναισθήματα, όσο κι αν αλλάζει ο κόσμος, θα λέγονται πάντα με τον ίδιο τρόπο.
Ένα βράδυ του Ιουλίου, στη Βέροια.