Το απόγευμα της Κυριακής, 28ης Δεκεμβρίου 2025, στον Ιερό Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και Οσίου Νικοδήμου Βεροίας πραγματοποιήθηκε η Σύναξη Κατηχητών και Κυκλαρχών του Γραφείου Ποιμαντικής Διακονίας της Ιεράς μας Μητροπόλεως.
Στην αρχή ο Υπεύθυνος των Κύκλων Μελέτης Αγίας Γραφής της Ιεράς μας Μητροπόλεως Πρωτοπρ. Νεκτάριος Σαββίδης καλωσόρισε τους συμμετέχοντες στην καθιερωμένη Σύναξη του Αγίου Δωδεκαημέρου και κάλεσε τον Ποιμενάρχη μας, Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμονα να απευθύνει χαιρετισμό.
Κεντρικός ομιλητής ήταν ο θεολόγος – συγγραφεύς και Διευθυντής της Βιβλιοθήκης της ιερές Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος κ. Εμμανουήλ Μελινός, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα: «Η προσδοκία των Εθνών».
Μετά το πέρας της Συνάξεως στο πνευματικό κέντρο της ενορίας προσφέρθηκε εόρτιο κέρασμα σε όλους τους συμμετέχοντες και ο Ποιμενάρχης μας κ. Παντελεήμων προσέφερε σε όλους ένα μικρό ενθύμιο.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Παντελεήμων εξέφρασε τις ευχαριστίες του προς τον εκλεκτό ομιλητή, ενώ έκανε ιδιαίτερη αναφορά στις τέσσερις χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις που διοργάνωσε με μεγάλη επιτυχία προ ημερών το Γραφείο Ποιμαντικής Διακονίας, αναφέροντας μεταξύ πολλών άλλων: Γιά ἄλλη μία φορά ὁ ἱερός ναός τῶν ἁγίων ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης καί τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Βεροιέως φιλοξενεῖ τήν ἑόρτια σύναξη τῶν κατηχητῶν,κατηχητριῶν, κυκλαρχῶν καί κυκλαρχισσῶν, τῶν συνεργατῶν τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως στό πνευματικό της ἔργο, στήν ὁποία καί σᾶς καλωσορίζω, ἐκφράζοντας συγχρόνως πρός ὅλους σας ἑόρτιες πατρικές εὐχές καθώς καί τίς εὐχαριστίες μου πρός τόν ἱερατικῶς προϊστάμενο τῆς ἐνορίας, τόν π. Ἱερεμία καί τόν συνεργάτη του, τόν π. Θεοδόσιο, γιά τήν προθυμία καί τήν καλωσύνη μέ τήν ὁποία ἀνέλαβαν τή φιλοξενία καί αὐτῆς τῆς ἐκδηλώσεως.
Τόν χρόνο πού κλείνει ὁλόκληρος ὁ χριστιανικός κόσμος τίμησε μία πολύ μεγάλη ἐπέτειο στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἕναν σημαντικό σταθμό στήν ἑδραίωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε τό ἔτος 2025 ἦταν ἀφιερωμένο στήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία συνεκλήθη πρίν ἀπό 1700 χρόνια στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, γιά νά ἀντιμετωπίσει τίς κακοδοξίες τοῦ Ἀρείου, πρεσβυτέρου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος δίδασκε ὅτι ὁ Χριστός, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Παναγίας Τριάδος, δέν εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Θεό-Πατέρα, δέν εἶναι δηλαδή Θεός, ἀλλά εἶναι κτίσμα τοῦ Θεοῦ καί κατά συνέπεια ὑποδεέστερος καί κατώτερος ἀπό αὐτόν. Ἑπομένως, μέ τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ στή γῆ δέν ἐνανθρώπησε ὁ Θεός ἀλλά ἕνα κτίσμα τοῦ Θεοῦ, ἀνώτερο βέβαια ἀπό τόν ἄνθρωπο, ὄχι ὅμως Θεός. Μέ τήν ἐσφαλμένη αὐτή ἄποψη καί πίστη του ἀρνεῖτο ὁ Ἄρειος τή δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά γίνει θεός κατά χάριν «διά τῆς πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».
Μία τέτοια αἱρετική διδασκαλία δέν κλόνιζε ὅμως μόνο τά θεμέλια τῆς χριστιανικῆς πίστεως, κλόνιζε καί κλονίζει καί τά θεμέλια τῆς σωτηρίας μας, κλόνιζε καί τίς ἐλπίδες τῶν ἀνθρώπων πού ἐπί αἰῶνες ἀνέμεναν τόν Μεσσία, τήν «προσδοκία τῶν ἐθνῶν», πού ἔλαβε ὑπόσταση, ἔλαβε σάρκα καί ὀστᾶ μέ τήν ἐνανθρώπηση καί τή γέννηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο.
Καθώς, λοιπόν, ζοῦμε αὐτές τίς ἡμέρες στήν ἀτμόσφαιρα τῶν Χριστουγέννων, ὄχι μόνο στήν ἀτμόσφαιρα τῆς ἐξωτερικῆς χαρᾶς καί τῶν δώρων, ἀλλά καί τῆς οὐσιαστικῆς καί πνευματικῆς χαρᾶς πού μετέδωσε ὁ ἄγγελος στούς ποιμένες τῆς Βηθλεέμ λέγοντας: «ἰδού εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ», τῆς χαρᾶς δηλαδή γιά τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ ὡς σωτῆρος τῶν ἀνθρώπων, ἔχουμε καί τή χαρά νά εἶναι κοντά μας ὁ διευθυντής τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, θεολόγος καί πολυγραφώτατος συγγραφέας, ὁ κ. Μανώλης Μελινός, ὁ ὁποῖος θά μᾶς ὁμιλήσει μέ θέμα «Προσδοκία τῶν ἐθνῶν».
Τό θέμα εἶναι ἐπίκαιρο καί συγχρόνως διαχρονικό, γιατί ὁ Χριστός δέν ἀποτελοῦσε τήν προσδοκία τῶν ἐθνῶν, ὅλων τῶν λαῶν, ἀνεξαρτήτως φυλῆς καί θρησκείας, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τίς γραπτές μαρτυρίες ἀλλά καί ἀπό τίς προφορικές παραδόσεις πολλῶν πολιτισμῶν τῆς προχριστιανικῆς ἐποχῆς, ἀλλά συνεχίζει νά ἀποτελεῖ προσδοκία τῶν ἐθνῶν καί τῶν ἀνθρώπων καί στίς ἡμέρες μας, εἴκοσι αἰῶνες μετά τή γέννησή του, καί θά συνεχίσει νά ἀποτελεῖ προσδοκία τῆς κάθε ψυχῆς μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων.
Αὐτό ἰσχύει γιά δύο λόγους.
Ὁ πρῶτος λόγος εἶναι ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ σωτηρία πού προκύπτει ἀπό αὐτήν, ἱκανοποιώντας τό γενικό αἴτημα τῶν ἀνθρώπων γιά λύτρωση ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας, ἐξειδικεύεται καί βιώνεται ἀπό κάθε ἄνθρωπο πού ἀποζητᾶ καί ἐπιδιώκει τή λύτρωση ξεχωριστά, καθώς κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς καλεῖται νά ἀξιοποιήσει τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καί τή σωτηρία πού μᾶς προσέφερε μέ τή δική του κατάφαση σέ αὐτήν, μέ τόν δικό του ἀγώνα, μέ τή δική του προσπάθεια νά οἰκειοποιηθεῖ τή σωτηρία.
Μέ τόν τρόπο αὐτό καί κατά τή διάρκεια αὐτῆς τῆς προσπαθείας, ἡ ὁποία, ἄς μήν ξεχνοῦμε ὅτι εἶναι ἕνας διά βίου ἀγώνας, ὁ Χριστός ἀποτελεῖ τή διαρκῆ προσδοκία τοῦ κάθε πιστοῦ, ὁ ὁποῖος τόν ἀναζητᾶ στήν ψυχή του, ἐπιποθεῖ τήν ἕνωση μαζί του μέ τά ἱερά μυστήρια, μέ τήν προσευχή καί τή μελέτη τοῦ λόγου του, μέ τήν ἐν Χριστῷ ζωή, καί εἶναι ἀνάλογη μέ τήν τελευταία ἐπίκληση τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως: «ναί, ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ».
Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι μία πιό χειροπιαστή, θά ἔλεγα, πραγματικότητα. Καί αὐτή δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τό γεγονός ὅτι, ἄν καί τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ κηρύττεται καθημερινά ἀπό χιλιάδες ἀνθρώπους πού συνεχίζουν ἐπί εἴκοσι αἰῶνες τό ἔργο τῶν ἀποστόλων, ὑπάρχουν ἑκατομμύρια συνανθρώπων μας πού δέν ἔχουν ἀκούσει ἀκόμη τό χαρμόσυνο μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου, ἑκατομμύρια ἀνθρώπων γιά τούς ὁποίους ἡ προσδοκία τοῦ Σωτῆρος παραμένει καί δέν ἔχει ἐκπληρωθεῖ καί γιά αὐτούς. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι γιά τούς ὁποίους ἰσχύει ἀκόμη καί σήμερα ὁ λόγος τοῦ πρωτοκορυφαίου ἀποστόλου Παύλου στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του: «Πῶς οὖν ἐπικαλέσωνται εἰς ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; πῶς δέ πιστεύσωσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν; πῶς δέ ἀκούσωσιν χωρίς κηρύσσοντος; πῶς δέ κηρύξωσιν ἐάν μή ἀποσταλῶσιν; καθώς γέγραπται· ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων τήν εἰρήνην, τῶν εὐαγγελιζομένων τά ἀγαθά».
Καί οἱ συνάνθρωποί μας αὐτοί θά ἦταν πολύ περισσότεροι, ἐάν λίγο μετά τά μέσα τοῦ περασμένου αἰῶνος ἕνας σεμνός καί ταπεινός κληρικός, ἡ ψυχή τοῦ ὁποίου ὅμως φλεγόταν ἀπό ἀγάπη γιά τόν Χριστό καί τούς ἀδελφούς του, δέν τολμοῦσε νά κάνει ἕνα μεγάλο βῆμα, νά συνεχίσει μία παράδοση πού εἶχε διακοπεῖ γιά πολλούς αἰῶνες, τήν παράδοση τῆς ὀρθοδόξου ἱεραποστολῆς, καί νά ἀναζητήσει στή μαύρη ἤπειρο, στήν Ἀφρική, τά ἄλλα πρόβατα τοῦ Κυρίου, πού ἀναζητοῦσαν νομάς σωτηρίους καί ἀνέμεναν ἀκόμη τήν «προσδοκία τῶν Ἐθνῶν».
Ὁ κληρικός αὐτός εἶναι ὁ νέος ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ ὁποίου τή μνήμη ἑορτάζουμε γιά πρώτη φορά αὔριο, 29 Δεκεμβρίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του κατά τό ἔτος 1972, καί ὁ ὁποῖος ἀνεγράφη στίς ἁγιολογικές δέλτους τῆς κατ᾽ Ἀνατολάς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας μέ ἀπόφαση τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας τόν περασμένο Ὀκτώβριο. Εἶναι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος.
Ἡ ζωή του ἦταν ἐξ ἀρχῆς δύσκολη καί σκληρή. Γεννήθηκε τό 1903 σέ ἕνα χωριό τῆς Μεσσηνίας, τό Βασιλίτσι, ἕβδομο παιδί μιᾶς πτωχῆς οἰκογενείας κτηνοτρόφων. Ὁ πατέρας του πέθανε, ὅταν ἦταν μόλις δέκα χρονῶν, καί ἐκεῖνος ἀναγκάστηκε νά διακόψει τό σχολεῖο γιά νά ἐργασθεῖ.
Δεκαέξι χρονῶν ἡ ἐπιθυμία του γιά μελέτη καί ἡ ἀγάπη του γιά τόν Θεό τόν ὁδηγοῦν στή γειτονική μονή τῆς Κορώνης. Οἱ συγγενεῖς του ὅμως τόν ἐπισκέπτονται πολύ συχνά καί τοῦ διακόπτουν τήν ἡσυχία, λέγοντάς του νά τά ἐγκαταλείψει καί νά ἐπιστρέψει κοντά τους. Ἔτσι ἀποφασίζει νά μετακομίσει στήν Καλαμάτα καί νά ἐγκαταβιώσει σέ ἕνα μοναστήρι τοῦ ὁποίου ὁ ἡγούμενος ἦταν ἐξαιρετικά αὐστηρός, ἐπιβάλλοντας καί τόν ἑαυτό του καί τούς συμμοναστές του σέ ὑπερβολικά σκληρή ἄσκηση. Ἡ ἀσκητική αὐτή ζωή ἔφθειρε ἀνεπανόρθωτα τή ζωή του.
Μετά τήν ἀπόλυσή του ἀπό τόν στρατό, χειροτονήθηκε ἱερέας καί διορίσθηκε ἡγούμενος τῆς Μονῆς Γαρδικίου Μεσσηνίας. Ἡ μονή δέν εἶχε μοναχούς καί ὁ π. Χρυσόστομος ἐξυπηρετοῦσε ὡς ἐφημέριος τά γύρω χωριά, ἐνῶ στόν ἐλεύθερο χρόνο του μάθαινε τή γαλλική γλώσσα.
Ὅταν ἡ μονή διαλύθηκε, μετέβη σέ διάφορες μονές καί ἔφθασε τελικά στήν Ἀθήνα ὡς ἀδελφός τῆς Μονῆς Πετράκη. Στά χρόνια τῆς Κατοχῆς βρίσκεται στή Μακεδονία μας, στήν Ἔδεσσα, ὅπου ὑπηρέτησε ὡς Γενικός Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος. Ὅταν ἡ πόλη πυρπολεῖται ἀπό τούς Γερμανούς καίεται καί τό κελί του καί μαζί μέ αὐτό καί ὅλα τά ὑπάρχοντά του.
Τά ἑπόμενα χρόνια διακονεῖ στήν Κοζάνη καί στή συνέχεια στή Θεσσαλονίκη, ὅπου ἀναπτύσσει στενούς πνευματικούς δεσμούς, τούς ὁποίους θά διατηρήσει καί στά χρόνια πού θά ἀκολουθήσουν.
Λίγα χρόνια ἀργότερα ἐκπληρώνει τόν μεγάλο του πόθο, πού συνέπιπτε ἀσφαλῶς καί μέ τό σχέδιο τῆς θείας Προνοίας γι᾽ αὐτόν. Εἰσάγεται στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν τό 1954, σέ ἡλικία 51 ἐτῶν. Ἐκεῖ γνωρίζει κάποιους ὑποτρόφους τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας καί ἀκούει γιά τήν ἱεραποστολή στήν Οὐγκάντα.
Ὅταν τό 1958 παίρνει τό πτυχίο του, ἡ σκέψη του εἶναι νά γίνει καί ὁ ἴδιος ἱεραπόστολος στήν Ἀφρική. Ἡ ἡλικία του καί ἡ φιλάσθενη κράση του, ἐξαιτίας τῆς σκληρῆς ἀσκήσεως τῶν νεανικῶν του χρόνων, κάνουν πολλούς νά τόν ἀποθαρρύνουν, λέγοντάς του ὅτι δέν θά ἀντέξει τίς συνθῆκες καί τό κλίμα καί σύντομα θά πεθάνει στήν Ἀφρική, ἐάν πάει.
Ὁ π. Χρυσόστομος πιστεύει ὅτι εἶναι ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ πού ἀκούει μέσα του, ἀλλά ἀναζητᾶ καί τήν ἐπιβεβαίωση. Ἐπισκέπτεται στήν Πάτμο τόν Ἅγιο πλέον, Γέροντα τότε, Ἀμφιλόχιο Μακρῆ, γιά νά τόν συμβουλευθεῖ, καί ἐκεῖνος τόν ἐνθαρρύνει.
Μέ τήν εὐχή του πηγαίνει τό Πάσχα τοῦ 1960 στούς Ἁγίους Τόπους καί συναντᾶ τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Χριστοφόρο. Λίγο ἀργότερα καί μέσα ἀπό μεγάλες δυσκολίες φθάνει στήν Οὐγκάντα γιά πρώτη φορά.
Οἱ δυσκολίες πού ἀντιμετωπίζει εἶναι ἀνυπέρβλητες, ἀλλά δέν πτοεῖται. Δέν ἐνδιαφέρεται γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά γιά τό ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς καί τούς ἀνθρώπους. Ἀρχίζει νά γράφει ἐπιστολές πρός τά πνευματικά του παιδιά καί τούς γνωστούς του στήν Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικό. Ἡ ἀγάπη πού ξεχυλίζει ἀπό τίς ἐπιστολές του παρακινεῖ πολλούς νά βοηθήσουν μέ κάθε τρόπο τό ἔργο του καί νά στηρίξουν τήν προσπάθεια τῆς ἐξωτερικῆς ἱεραποστολῆς μέ τήν ἵδρυση συλλόγων πού συντονίζουν τή συγκέντρωση καί τήν ἀποστολή ὑλικοῦ, τροφίμων καί ὅ,τι ἄλλο εἶναι ἀναγκαῖο στήν Ἀφρική γιά τό ἔργο πού ἐπιτελεῖται.
Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εὐλογεῖ τούς κόπους καί τήν προσπάθειά του καί ἔχει τή χαρά νά δεῖ τό ἔργο νά ἑδραιώνεται καί νά προοδεύει.
Ἀκαταπόνητος, παρά τίς ἀσθένειές του, διασχίζει τεράστιες ἀποστάσεις προκειμένου νά λειτουργήσει, νά βαπτίσει, νά κατηχήσει, νά ἐξυπηρετήσει τίς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων. Ἐπεκτείνει μάλιστα τή δράση του καί σέ γειτονικές χῶρες καί ἐργάζεται ἀκατάπαυστα μέχρι τό τέλος σχεδόν τοῦ 1972. Τότε, ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν Κανάγκα, στίς 13 Δεκεμβρίου 1972, ἀντιμετωπίζει μία ἀκατάσχετη ρινορραγία. Λίγες ἡμέρες ἀργότερα, τά Χριστούγεννα, λειτουργεῖ γιά τελευταία φορά, καί στίς 29 Δεκεμβρίου ἀνταποκρίνεται στή νέα κλήση τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ αὐτή τή φορά. «Ναί, ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ», θά μποροῦσαν νά εἶναι τά τελευταῖα του λόγια.
Ἡ προσπάθειά του, ὁ ἀγώνας του εἶναι ἡ ἀρχή μιᾶς μεγάλης ἱεραποστολικῆς προσπαθείας πού δέν σταμάτησε ἔκτοτε. Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου τό ἔργο συνεχίζεται καί ἀποδίδει πολλούς καρπούς, φέρνοντας τήν προσδοκία τῶν ἐθνῶν, τόν Χριστό, κοντά στούς «ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου καθημένους» ἀνθρώπους τῆς Ἀφρικῆς.
Ἡ Ἁγιοκατάταξή του ἀποτελεῖ μία ἐξαιρετική ἀφορμή γιά νά ἐντρυφήσουμε ὅλοι στή ζωή καί τή δράση του καί νά διδαχθοῦμε καί ἐμεῖς οἱ κληρικοί ἀλλά καί οἱ λαϊκοί ἀπό αὐτήν, ὄχι ὁπωσδήποτε γιά νά ἀκολουθήσουμε τό παράδειγμά του, πηγαίνοντας καί ἐμεῖς στήν Ἀφρική, κάτι πού εἶναι ὄντως δύσκολο, ἀλλά γιά νά ἐπιτελοῦμε τό ἔργο τῆς κατηχήσεως, τό ὁποῖο μᾶς ἐμπιστεύθηκε ἡ Ἐκκλησία μέ μεγαλύτερο ζῆλο καί μέ περισσότερη ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τούς ἀδελφούς μας.
Μέ αὐτές τίς εἰσαγωγικές σκέψεις καλωσορίζω τόν ἐκλεκτό ὁμιλητή μας κ. Μελινό καί τόν εὐχαριστῶ ἀπό καρδίας γιατί μέ πολλή ἀγάπη ἀνταποκρίθηκε στήν πρόσκλησή μας καί βρίσκεται κοντά μας ἀπόψε γιά νά ὁμιλήσει στήν καθιερωμένη Σύναξη τῶν συνεργατῶν τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως.





