Του Νίκου
Τουμπουλίδη*
Κυρίες και κύριοι ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ,
Σκοπός της σύντομης αυτής ενημέρωσης
είναι να σας μεταφέρουμε ιστορικά
και αληθινά γεγονότα για ένα πολύ
σημαντικό γεγονός της νεότερης ιστορίας μας, τη γενοκτονία των
Ελλήνων του Πόντου , από
τους τούρκους στις
αρχές του προηγούμενου
αιώνα.
Σε όλη την ιστορική διαδρομή της
ανθρωπότητας, αλλά και σε κάθε εποχή ξεχωριστά, μεγάλος υπήρξε πάντα και
συνεχίζει ακόμη να είναι ο ρόλος των
γειτόνων κάθε έθνους-κράτους. Με τον εξ
ανατολών γείτονά μας, έχουμε μια
μόνιμη και αναλλοίωτη διαχρονικά διαφορά. Εκείνος θέλει να επιβάλλεται με
πολεμικά μέσα ενώ
ο ελληνισμός με τη
δύναμη του πνεύματος.
Έτσι
λοιπόν μετά την
πτώση της Αυτοκρατορίας
της Τραπεζούντας το
1461 το δυσμενές κλίμα για τους
υπόδουλους πόντιους Έλληνες αλλά και για όλους τους χριστιανικούς
πληθυσμούς της Ανατολίας, που είχε διαμορφωθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εντάθηκε ακόμη περισσότερο και ιδιαίτερα
κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821.
Λόγω
όμως εξωτερικών πιέσεων
προς τον Σουλτάνο από το εξωτερικό, το κλίμα
αυτό άρχισε σταδιακά να υποχωρεί με την παραχώρηση ειδικών προνομίων,
γνωστών στην παγκόσμια ιστορία με τους νομικούς όρους «Χάτι Σερίφ»(1839) και
«Χάτι Χουμαγιούν»(1856).
Η θεωρητική ισονομία και η
θρησκευτική ελευθερία μαζί με την ανάπτυξη του εμπορίου και της οικονομίας
οδήγησαν στη δημογραφική αύξηση
του ποντιακού πληθυσμού, στην καλλιέργεια της ελληνικής παιδείας και
στην ανάπτυξη της νεοελληνικής συνείδησης.
Ο ποντιακός ελληνισμός εγκατέλειψε
τα κρησφύγετά του και κατέβηκε στις παραλιακές περιοχές, όπου έκτισε καινούρια
χωριά, εκκλησίες και σχολεία. Σε σύντομο χρονικό διάστημα πήρε ξανά στα χέρια
του το εμπόριο ολόκληρου του Εύξεινου Πόντου και της ενδοχώρας, ενώ η
Τραπεζούντα ξαναβρήκε τις παλιές δόξες
της.
Στις αρχές του 20ού αιώνα δεν υπήρχε
ποντιακό χωριό χωρίς δικό του σχολείο και δική του εκκλησία. Σύμφωνα με τη
στατιστική του Πανάρετου, το 1913 στις επαρχίες των έξι μητροπόλεων του Πόντου
κατοικούσαν 697.000 Έλληνες, ενώ το ίδιο διάστημα, σύμφωνα με τον Γ. Λαμψίδη,
λειτουργούσαν 1.890 εκκλησίες, 22 μοναστήρια, 1.647 παρεκκλήσια και 1.401
σχολεία με 85.890 μαθητές.
Ωστόσο, η πολιτική που άρχισαν ξανά
να εφαρμόζουν οι νεοτουρκικές
κυβερνήσεις στις αρχές του 20ου
αιώνα, απέναντι στους
Έλληνες ήταν εξαιρετικά εχθρική
και περιλάμβανε δυσμενή οικονομικά, εκπαιδευτικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά
μέτρα, τα οποία επιβλήθηκαν γενικότερα στις χριστιανικές εθνότητες του κράτους.
Η πολιτική αυτή, η οποία βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τις εξαγγελίες του
Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής G. Ουίλσον, σχετικά με την αυτοδιάθεση
των λαών, οδήγησε τους Πόντιους, στη μεγάλη απόφαση να αγωνιστούν για τη
δημιουργία μιας αυτόνομης Ποντιακής Δημοκρατίας
Οι Έλληνες της Διασποράς
αναδείχθηκαν πρωτεργάτες στους αγώνες για τη δημιουργία μιας αυτόνομης
ποντιακής δημοκρατίας με βασικούς εκπροσώπους τους Κ. Κωνσταντινίδη από τη
Μασσαλία, Β. Ιωαννίδη και Θ. Θεοφύλακτου από το Βατούμ, I. Πασσαλίδη από το
Σοχούμ, Λ. Ιωαννίδη και Φ. Κτενίδη από το Κρασνοντάρ ενώ
από τους Έλληνες του ιστορικού Πόντου ξεχωρίζουν οι δύο σεβάσμιες μορφές
της Εκκλησίας, ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος Φιλιππίδης και ο
μητροπολίτης Αμάσειας Γερμανός Καραβαγγέλης
Η ελληνική κυβέρνηση
ενώ ήταν αρχικά σύμφωνη με τον αγώνα και τις εθνικές διεκδικήσεις των
Ποντίων στο συνέδριο Ειρήνης των
Παρισίων, που άρχισε το Δεκέμβριο του 1918, πιέστηκε από τις συμμαχικές
δυνάμεις και δεν συμπεριέλαβε τον Πόντο στο φάκελο των ελληνικών διεκδικήσεων,
και, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των Ελλήνων του Πόντου, συμφώνησε να
παραχωρηθεί η περιοχή στην υπό ίδρυση Αρμενική Δημοκρατία.
Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε μεγάλη απογοήτευση στον
ελληνισμό του πόντου. Παρά το αρνητικό
κλίμα που δημιουργήθηκε, ο ποντιακός ελληνισμός δεν πτοήθηκε. Στις 10 Μαρτίου
1921 ο μητροπολίτης Αμάσειας Γερμανός Καραβαγγέλης πρότεινε στον τότε υπουργό εξωτερικών συνεργασία με τους Κούρδους και τους
Αρμένιους εναντίον του κινήματος του Κεμάλ. Η κυβέρνηση όμως του Γούναρη,
απομονωμένη και από τους συμμάχους, δεν πήρε καμιά πρωτοβουλία.
Μια τελευταία προσπάθεια
ποντοαρμενικής συνεργασίας άρχισε καθυστερημένα στις αρχές του 1922, όταν πια
τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων είχαν αλλάξει πλευρά. Εκμεταλλευόμενος την
ευνοϊκή συγκυρία ο Κεμάλ πασάς, με τη φανερή υποστήριξη των μπολσεβίκων, της
Ιταλίας, της Γαλλίας και τη σιωπηρή σύμπραξη της Αγγλίας, άρχισε την αντεπίθεση
που έφερε και την κατάρρευση του μετώπου.
Η ποντιακή Δημοκρατία έμεινε ένα
όνειρο, ενώ η καταδίκη σε θάνατο από την κεμαλική κυβέρνηση όλων των
πρωτεργατών του αγώνα σφράγισε την εθνική συμφορά του ποντιακού ελληνισμού, η
οποία συνδέεται με τη γενικότερη τύχη του ελληνισμού της Μ. Ασίας.
Στον ιστορικό Πόντο όμως το τέλος
της ιστορίας και του πολιτισμού των Ποντίων ήταν εξαιρετικά τραγικό και
σταμάτησε βίαια με την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών που όρισε η Συνθήκη
της Λοζάνης το 1923.Είναι γνωστή η γενοκτονία του αρμενικού λαού το 1915 από
τους Νεότουρκους, αλλά δεν είναι τόσο
γνωστή η μεθοδευμένη εξόντωση των Ελλήνων του Πόντου που είχε τις ίδιες
αναλογίες ποσοτικά και ηθικά με τη γενοκτονία των Αρμενίων την περίοδο
1916-1923.
Από τους 697.000 Πόντιους που ζούσαν
το 1913 στον Πόντο, περισσότεροι από 353.000, δηλαδή ποσοστό μεγαλύτερο από το
50%, θανατώθηκαν μέχρι το 1923 από τους Νεότουρκους και τους Κεμαλικούς στις πόλεις
και τα χωριά, στις εξορίες και τις φυλακές, καθώς και στα τάγματα εργασίας, τα
λεγόμενα «αμελέ ταμπουρού». Το <<επιτέλους τους
ξεριζώσαμε>> του δολοφόνου
Μουσταφά Κεμάλ στο τουρκικό κοινοβούλιο
λέει πολλές αλήθειες
για τη συμπεριφορά των τούρκων
απέναντι στους Έλληνες.
Τα αρχεία των Υπουργείων Εξωτερικών
της Ευρώπης και της Αμερικής, καθώς επίσης και οι εκθέσεις διεθνών οργανισμών
πιστοποιούν το μέγεθος και το είδος του διωγμού που υπέστησαν οι Έλληνες του
Πόντου.Τα γεγονότα του 1922 είχαν ως συνέπεια το ξερίζωμα του ελληνισμού του
Πόντου και της Μ. Ασίας. Περισσότεροι
από 1.300.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να εκπατριστούν βίαια, εγκαταλείποντας τους
προσφιλείς νεκρούς, μαζί με τις περιουσίες τους και τον πολιτισμό της
μακραίωνης δημιουργικής παρουσίας τους εκεί.
Η εξαντλημένη από τον πόλεμο, ηθικά,
πολιτικά, κοινωνικά, δημογραφικά και οικονομικά Ελλάδα αναγκάστηκε να δεχτεί
στους κόλπους της εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο
σχέδιο υποδοχής. Η μικρασιατική καταστροφή ξανάφερε στο προσκήνιο την ταραγμένη
εσωτερική πολιτική κατάσταση. Η ανικανότητα των εναλλασσόμενων κυβερνήσεων
ανάγκασε τον στρατηγό Πλαστήρα να αναλάβει την εξουσία, να εκθρονίσει τον
βασιλιά Κωνσταντίνο και να κινητοποιήσει όλες τις κρατικές υπηρεσίες για την
επίλυση των προσφυγικών προβλημάτων.
Η συντριπτική πλειοψηφία του
προσφυγικού πληθυσμού, 638.252 άτομα, δηλαδή ένα ποσοστό 53%, εγκαταστάθηκε στη
Μακεδονία, αρχικά στις περιοχές που εγκατέλειψαν οι ανταλλάξιμοι
μουσουλμάνοι.Παρ’ όλες τις δυσκολίες, οι πρόσφυγες δεν λιποψύχησαν, αλλά
επιστράτευσαν όλους τους μηχανισμούς επιβίωσης που απέκτησαν κατά τη διάρκεια
της συμβίωσής τους με τους Οθωμανούς
και ξαναέστησαν τα
σπιτικά και τις
δουλειές τους.
Όλα αυτά είναι
ανάγκη να τα γνωρίζουμε και να τα θυμόμαστε
για να μην τα ξανά πάθουμε. Έτσι κι αλλιώς τα όσα αναφέραμε, αποτελούν
μέρος της νεότερης ιστορίας μας.Είναι
χρέος μας λοιπόν
κάθε γνώση που σχετίζεται
με την Πατρίδα μας ιδιαίτερα για τόσο
σημαντικά γεγονότα.
Η 19ηΜαϊου στην Τουρκία είναι
δυστυχώς ΄΄εθνική γιορτή της παιδείας τους΄΄, αλλά στην Ελλάδα είναι ημέρα πένθους και μνήμης.
Η Διεθνοποίηση και η
Διεθνής Αναγνώριση και
Καταδίκη της Γενοκτονίας των Ελλήνων
του Πόντου από την
Τουρκία είναι χρέος
και ηθική υποχρέωσή
μας προς τους
χιλιάδες άταφους νεκρούς
μας.
*Πρόεδρος Ευξείνου Λέσχης Βέροιας