Γράφει ο Γιάννης Τροχόπουλος
Με τον Γιώργο Χιονίδη μας συνέδεαν οικογενειακοί δεσμοί. Από τις διηγήσεις των οικείων μου γνωρίζω ότι η οικογένεια της μητέρας μου έμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα, όταν πρωτοήλθαν από τον Πολύμυλο της Κοζάνης στη Βέροια, σε σπίτι της οικογένειάς του (που αρχικώς διέμενε στη Ραχιά). Αργότερα, η μητέρα μου είχε στενή φιλία με μία από τις αδελφές του Γιώργου, τη Δώρα, η οποία δούλευε στο Νοσοκομείο της Βέροιας και μετακόμισε μετά στη Θεσσαλονίκη. Πηγαίναμε και τη βλέπαμε συχνά εκεί, πάντα φιλόξενη και γλυκιά. Μπορώ να θυμηθώ ακόμη ότι, αργότερα, ο Γιώργος μαζί με την αξιολάτρευτη σύζυγό του, την κυρία Πόπη, μας έπαιρναν σε μικρές εκδρομές μαζί τους. Δεν άλλαξε αμάξι ποτέ, ήξερε πολύ καλή γεωγραφία και μας έδειχνε τις διαδρομές, που κάναμε, στον χάρτη. Επειδή γενικά δεν έχω καλή μνήμη, για να θυμάμαι, ειδικά τις εκδρομές, πρέπει να ήταν κάτι πολύ ξεχωριστό στην παιδική μου ηλικία. Ο Γιώργος μαζί με τη σύζυγό του μας προσέφεραν τότε ξεχωριστές στιγμές τιμώντας με το παραπάνω τη γνωριμία με την οικογένειά μας αλλά πολύ περισσότερο, όπως αντιλαμβάνομαι τώρα, για τον Γιώργο ήταν αυτή η αίσθηση χρέους, αγάπης και αλληλεγγύης που τον διακατείχε προς όλους, είτε είχαν κάποια ανάγκη, είτε όχι.
Εκ φύσεως τυχερός, πολύ τυχερός, συνδέθηκα ξανά μαζί του στο πιο δημιουργικό και περιπετειώδες κομμάτι της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Βέροιας. Διετέλεσε Πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Βιβλιοθήκης για τρείς συνεχόμενες θητείες, τη χρυσή δεκαετία της μετάβασης στο νέο της κτίριο. Πολλοί είχαν βοηθήσει στο έργο, το οποίο ολοκληρώθηκε τότε με τα εγκαίνια, τον Ιούνιο του 1999. Ο ίδιος όμως, λόγω και της θέσης που κατείχε, πρέπει να πω ότι ξεχώρισε με την απαράμιλλη εργατικότητα του, την εμμονή στη λεπτομέρεια, το στοργικό του ενδιαφέρον για όλα και όλους, μα περισσότερο για το «αίσθημα καθήκοντος» που τον διακατείχε συνεχώς. Αυτό το καθήκον πού παραπέμπει, τολμώ να πω, στο ηθικό όραμα του μεγάλου φιλοσόφου του 18ου αιώνα Ιμμάνουελ Κάντ. «Να πράττεις πάντοτε κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο υποκειμενικός κανόνας των πραγμάτων σου να είναι ο καθολικός νόμος της ηθικής φύσης». Ήταν αυστηρός αλλά δίκαιος.
Ο Γιώργος Χιονίδης ατύχησε και αδίκησε τον εαυτό του σε πολλά. Σχεδόν σε όλα, όμως, είμαι σίγουρος, εν γνώσει του. Δεν συμβιβάστηκε ποτέ, πορεύτηκε με κανόνα την ατομική ευθύνη, δεν πλούτισε, ούτε επεδίωξε τον πλούτο. Ασχολήθηκε με τα κοινά χωρίς να ενδώσει στον παραμικρό πειρασμό, αδιαφορούσε επιμελώς για τα εγκόσμια. Έκανε εκλεκτές φιλίες, πολλές εκτός της πόλης μας. Ήξερε γράμματα και προσπαθούσε συνεχώς να μεταδώσει τις γνώσεις του και να βοηθήσει. Ασύλληπτα τελειομανής, εύχαρις όμως και λάτρης των αρχείων. Θα μου λείψουν, το ήθος του, η μεθοδικότητα και η ευρυμάθειά του. Αδίκησε, όπως προ είπα, εν γνώσει του τον εαυτό του. Ευτύχησε όμως στο ότι παρά τις μεγάλες δυσκολίες, τα εμπόδια που βρήκε μπροστά του και τον μονήρη βίο του, ευτύχησε, να αφήσει πίσω του, μεταξύ πολλών άλλων, ένα μνημειώδες έργο, την “Ιστορία της Βέροιας”. Το γεγονός δε, ότι είδε, τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, την επανέκδοση του δίτομου αυτού έργου του και χάρηκε σα μικρό παιδί υπογράφοντας με μεγάλη δυσκολία, ιδιοχείρως, μερικά αντίτυπα, μου δίνει την εντύπωση ότι τελικά ο Γιώργος κατάφερε περισσότερα από ό,τι πίστευε στη ζωή του.
Μπορεί εν μέρει και να του ταιριάζει η απάντηση που έδωσε ο Σεκούνδος, ένας Έλληνας φιλόσοφος, στο ερώτημα «Τι είναι ο άνθρωπος;» που του απηύθυνε ο αυτοκράτορας Αδριανός:
«Νοῦς σεσαρκωμένος, πνευματικὸν ἀγγεῖον, αἰσθητικὸν χώρημα,
ἐπίπονος ψυχή, οἰκητήριον ὀλιγοχρόνιον, φάντασμα χρόνου,
ὠστεωμένον ὄργανον, κατάσκοπος βίου, Τύχης παίγνιον,
ἀπαράμονον ἀγαθόν, ζωῆς δαπάνημα, φυγὰς βίου, φωτὸς
ἀποστάτης, γῆς ἀπαίτημα, αἰώνιος νεκρός.»
«Ο άνθρωπος είναι ένα πνευματικὸν ἀγγεῖον που περιέχει το αθάνατο και το θνητό, το αιώνιο και το παροδικό, το αγαθό και το εφήμερο — ένα παράλογο κράμα του ουράνιου και του χθόνιου, ένα υβρίδιο φωτός και θανάτου»
Γιώργο, θα μας λείψεις πολύ.