Ήταν ένα χειμωνιάτικο μουντό και παγωμένο Σάββατο στην εποχή του covid στην Αθήνα, όταν και αποφάσισα, μια και δεν είχα τηλεκπαίδευση, να την «πέσω» στην πλατεία Αττικής, μπας και «ξεσκάσω» λίγο. Σκόπευα να πάρω και κανένα διπλό ουίσκι από το άδειο διπλανό καφενείο με τη μισάνοιχτη πόρτα, μήπως και ηρεμήσει λίγο η ψυχούλα μου – ο ιδιοκτήτης ήταν μέσα κάνοντας πως συγυρίζει – και να αράξω με τις ώρες στο απέναντί του παγκάκι. Έλα, όμως, που το χαρτί που έπρεπε να έχω μαζί μου επέτρεπε την παραμονή μου εκεί μόνο για μια ώρα. Έτσι ετοίμασα καμιά δεκαριά χαρτιά μιας ώρας διάρκειας το καθένα, που με κάλυπταν μέχρι αργά το απόγευμα. Γύρω μου υπήρχαν κι άλλοι λεβέντες που κι εκείνοι έπιναν, προφανώς με το ίδιο σκεπτικό, και με τους οποίους ξεκίνησα μια ευχάριστη κουβεντούλα. Αυτό, δυστυχώς, δεν κράτησε πολύ ώρα.
Ένα υπερεσιακό της αστυνομίας με δύο άτομα σταμάτησε μπροστά μας. Νόμιζα, έως τότε, πως απαγορεύεται η κυκλοφορία οχημάτων στις πλατείες … Με πλησίασε μια, μες στη σιδερωμένη υπέροχη αστυνομική της στολή, κατάξανθη κουκλάρα και μου ζήτησε το χαρτί που ήμουν υποχρεωμένος από τον νόμο – παρωδία να έχω μαζί μου. Σκέφτηκα να της πω πως κάποιοι κυβερνητικοί «γαλονάδες» είχαν κάνει ολονύχτιο πάρτι σε νησί, αλλά δεν είχα καμιά όρεξη για φασαρίες. Παλεύεται μια άκρως επιθετική αρκούδα γκρίζλι; (και, φυσικά, δεν εννοώ την αστυνομία μας). Το μόνο που ήθελα ήταν να ξεκουμπιστεί, παρά την απίστευτη ομορφιά της, το συντομότερο, για να συνεχίσω να απολαμβάνω την παρέα των άλλων και το ουίσκι μου, που το είχα σε πλαστικό ποτήρι κρυμμένο πίσω από τα πόδια μου, για να μη το δει κανείς και εκτεθεί ο καφετζής.
- Παρακαλώ τα χαρτιά σας, κύριε, μου είπε ευγενέστατα.
Της έδωσα μόνο την ταυτότητά μου, κάνοντας την «πάπια».
Αφού πήγε την ταυτότητά μου στον μάγκα που τη συνόδευε και που ήταν ίδιος ο Σιλβέστερ Σταλόνε για έλεγχο, επέστρεψε. Πριν από αυτό, και στα ψιθυριστά, με ρώτησε ένας από τους διπλανούς «συντρόφους» μου :
- Το χαρτί για την έξω παρουσία σου θέλουν. Το έχεις μαζί σου;
- Το ξέρω, αλλά είπα να τους σπάσω λίγο τα νεύρα. Εγώ τούς ενοχλώ; Έχω καμιά δεκαριά τέτοια στην τσέπη μου!
- Χα! Χα! Κι εγώ το ίδιο …
Αλλά, μας διέκοψε η κουκλάρα που με αυστηρό ύφος, τη δεύτερη αυτή φορά, μού είπε :
- Το χαρτί με το οποίο βρίσκεστε έξω εννοούσα πως θέλω, κύριε.
Έβαλα βιαστικά και απερίσκεπτα το χέρι στην τσέπη μου. Έβγαλα ένα μάτσο χαρτιά, αλλά καταλάθος, αντί να της δώσω εκείνο που είχε σημειωμένη ώρα «εξόδου» 11:00 με 12:00 της έδωσα εκείνο πού έγραφε 17:00 με 18:00.
Με κοίταξε θυμωμένα και πήγε βιαστικότατα στον «Σταλόνε». Εκείνος κατέβηκε αμέσως, με σήκωσε και μού έβαλε τα παραδοσιακά «βραχιολάκια». Με βάλανε στο πίσω κάθισμα και τράβηξαν βολίδα για κάποιο Α.Τ. (όσο κοιτούσα πίσω είδα καμιά δεκαριά μούντζες, που δεν απευθύνονταν σε μένα …).
Εκεί, ο αξιωματικός υπηρεσίας, αφού μού έβγαλε τα «βραχιολάκια» και μού επέστρεψε και την ταυτότητά μου, μού είπε πολύ ευγενικά : «Εντάξει, κύριε, είστε «καθαρός», όπως διαπιστώσαμε στον έλεγχο που σας κάναμε. Είμαστε, όμως, υποχρεωμένοι να σας κρατήσουμε δυο - τρεις ώρες μέχρι να πάρουμε οδηγίες από την Εισαγγελία. Μην ανησυχείτε. Δεν πιστεύω πως θα σας κρατήσουμε. Έως τότε, μπορείτε να είστε στην αυλή, όμως πάντα πίσω από τον φρουρό που είναι στην εξώπορτα».
«Είστε ευγενέστατοι και φιλικότατοι! Ευχαριστώ πολύ»! απάντησα – τι άλλο να έλεγα όταν με περιτριγύριζαν «Σταλόνε» και «Σβαρτενέγκιερ»;
Αφού βολτάρισα, δυο ώρες στην αυλή, θαυμάζοντας τις πολλές νεραντζιές και καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο, με διέταξαν να πάω στο γραφείο του δίμετρου «ψαρωτικού», αλλά συμπαθέστατου διοικητή του Α.Τ., για να μου πει «τα νέα της Αλεξάνδρας» που λέει και το παλιό ρεμπέτικο.
-Είσαι ελεύθερος, όμως θα ήθελα να σου πω, πριν φύγεις, δυο φιλικές συμβουλές. Σαν φίλος και όχι ως αστυνόμος. Μην το ξανακάνεις αυτό που έκανες σήμερα, γιατί το κάνει η μισή Αθήνα και έχουμε καθημερινά δεκάδες περιπτώσεις σαν τη δική σου που μάς αναγκάζουν να δουλεύουμε όλο το εικοσιτετράωρο. Και εμείς άνθρωποι με οικογένειες είμαστε. Καταλαβαίνω πως η «κλεισούρα» δεν αντέχεται, αλλά όταν βγαίνετε να έχετε πάντα μαζί το νόμιμο χαρτί εξόδου.
- Ζητώ πολύ ταπεινά συγγνώμη, κύριε διοικητή, και σας ευχαριστώ θερμά που κλείσατε τόσο ανώδυνα, για μένα, την υπόθεση. Αν μου επιτρέπετε, – κάτι που σίγουρα γνωρίζετε – να σας πω πως υπάρχουν χιλιάδες άτομα με κατάθλιψη – σαν και εμένα – που η κλεισούρα τους διαλύει ψυχολογικά…
Με κοίταξε με ένα ίχνος θαυμασμού, μειδίασε και μου έδειξε την πόρτα, εννοώντας πως ήταν ώρα να «του δίνω».
Ανέβηκα στο πρώτο ταξί που βρήκα, με την αυτονόητη συγκατάθεση της αστυνομίας – δεν υπήρχε κι άλλος τρόπος να φύγω – και σύντομα βρέθηκα πάλι στην πλατεία Αττικής. Όση ώρα ήμουν στο ταξί έσκισα όλα τα «χαρτιά εξόδου» που είχαν «λήξει» - (όσα ήταν για μέχρι τις τρεις η ώρα το μεσημέρι). Έβαλα καθένα από τα υπόλοιπα πέντε – ήταν για μέχρι της οχτώ το βράδυ – μόνο ένα σε κάθε τσέπη μου, αποστηθίζοντας προσεκτικά πού βρισκόταν το καθένα! Δε θα την ξαναπατούσα!
Όσοι από την παρέα ήταν ακόμη εκεί, καταχάρηκαν που επέστρεψα. Πήρα ένα καινούριο διπλό ουίσκι με παγάκια και άραξα στο παγκάκι που καθόμουν πριν. Τους διηγήθηκα όσα συνέβησαν. Έφυγα γύρω στις οχτώ η ώρα. Θα άδειασα καμιά μπουκάλα διασκεδάζοντας υπέροχα!
… Και για να μη με χαρακτηρίσει κανείς «περίεργος» αλκοολικό, να του υπενθυμίσω πως η ανάλυση των οικιακών λυμάτων είχε δείξει πως η χρήση ψυχοφαρμάκων είχε πενταπλασιστεί στην εποχή του covid! Αλλά κανείς δεν παραδέχτηκε ποτέ πως ήταν και ίσως είναι ακόμη χρήστης ψυχοφαρμάκων…
Προσωπικά δεν ανέχομαι σε κανέναν να μού πει τι να κάνω στις ελεύθερες ώρες μου, και δε δέχομαι σχετική κριτική ούτε από τον Πάπα ούτε από τις «υψηλόβαθμες» παρωνυχίδες που κάνουν, στα κρυφά, ολονύχτια φαγοπότια μοιράζοντας μεταξύ τους το «κουτί με τα γλυκά» που τους χάρισαν οι παρασκευαστές … γλυκών για να θησαυρίσουν τα «ζαχαροπλαστεία» τους!
Κάποτε, όπως τα πάντα στη ζωή, όλα τελειώνουν. Τελείωσε και η εποχή του covid. Τα μαγαζιά, όμως, συνεχίζουν να έχουν λιγοστούς πελάτες. Μήπως η οικονομική ανέχεια είναι χειρότερη από ιό; Μήπως η «κλεισούρα» συνεχίζεται;