Επιμέλεια: Απόστολος Ιωσηφίδης
Γ΄
{προετοιμασίες και προεόρτια των γάμων}
Οἱ μέρες τοῦ Δεκαπενταγούστου εἶνε γιὰ ὅλους, ἰδιαιτέρως ὅμως γιὰ τὶς γυναῖκες τοῦ Σελίου, ἡμέρες χαρᾶς καὶ γλεντιοῦ. Κάθε ἐργασία βιοποριστικὴ παύει καὶ οἱ ἀσχολίες τῶν γυναικῶν εἶνε τὸ σιγύρισμα τοῦ σπιτιοῦ των, ἡ μαγειρικὴ καὶ τὸ ψήσιμο τοῦ ψωμιοῦ. Ὦ, ἐκεῖνο τὸ ψωμί! Τόσο τὸ κοινὸ καὶ τὸ ἑφταζυμίτικο μὲ τὸ ρεβύθι, μὲ τὶ χαρὰ εἶνε καμωμένο! Νύχτα καὶ μέρα οἱ φοῦρνοι καίουν καὶ τὰ ψωμιὰ ἢ τὰ ταψιὰ φουρνίζονται μὲ τραγούδια. Κανένας χρωστὴρ ζωγράφου δὲν θὰ μπορέσῃ ν᾿ ἀποδώσῃ τὴν εἰκόνα τῆς χωρικῆς ποὺ φουρνίζει νύχτα τὸ ψωμί. Ἔχει τέτοια ποίησι ἡ σκηνὴ ἀπ᾿ ὅπου κι᾿ ἂν τὴν ἀντικρύσης, παρουσιάζει τέτοια σύνθεσι ποὺ δύσκολα ἀπεικονίζεται. Ἀλλὰ καὶ ἡ βρύσι μὲ τὸ μπουλοῦκι τῶν ἀνασκουμπωμένων γυναικῶν παρουσιάζει ἐξαιρετικὴ κίνησι στὶς παραμονὲς τέτοιων γιορτάσιμων ἡμερῶν.
Μέσα σ᾿ ἕναν τέτοιο προπαρασκευαστικὸν γιορτάσιμον ὀργασμὸν αντίκρυσα τὸ Σέλι. Θέλομε ἀκόμα τρεῖς ἡμέρες γιὰ νὰ ξημερώσῃ τῆς Παναγίας. Μέσα στὶς τρεῖς αὐτὲς μέρες πρέπει νὰ εἶνε ὅλα ἕτοιμα. Ἀκόμα καὶ οἱ μουσικὲς πρέπει ἀπὸ τώρα νὰ ἀγκαζαρισθοῦν. Γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ διάφορα σημεῖα τῆς Μακεδονίας ξεκινοῦν ὅμιλοι μουσικῶν, ἄλλοι κατόπιν ἐγγράφου προσκλήσεως – οἱ πιὸ φημισμένοι – κι᾿ ἄλλοι στὴν τύχη. Ἕναν τέτοιον περιπλανώμενον ὅμιλον μουσικῶν, εἴδαμε στὸν δρόμο ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὴ Νάουσσα, φορτωμένοι μὲ τὰ ἔγχορδα ἢ πνευστά των ὄργανα ἀνέβαινον ἡλιοκαμμένοι τὸ βουνὸ μὲ εὐχέρεια ποὺ μᾶς κατέπληξε. Μᾶς ἔφθασαν, μᾶς προσπέρασαν καὶ ὅταν τὸ βράδυ φθάσαμε ἐκεῖ, τοὺς εὑρήκαμε στὸ καφενεῖο τοῦ Λεωνίδα, κάτω ἀπὸ μιὰ αἰωνόβια κερασιά, νὰ παίζουν τὰ ὄργανα καὶ νὰ τραγουδοῦν.
Δὲν τραγουδοῦν ὅμως στὰ κέντρα τῆς πλατείας μόνον. Τραγούδια ἀκούονται ὅλη τὴν ἑβδομάδα πρὶν ἀπὸ τοὺς γάμους σ᾿ ὅλα σχεδὸν τὰ σπίτια. Ἰδιαιτέρως ὅμως στὸ σπίτι νύφης ἢ γαμπροῦ ἀρχίζουν νὰ τραγουδιοῦνται γαμήλια τραγούδια ἀπὸ τὸ πρωῒ τῆς Πέμπτης, ὁπόταν θ᾿ ἀρχίσῃ τὸ ζύμωμα τοῦ ψωμιοῦ γιὰ τὸν γάμον.
Τοῦ κὺρ γαμπροῦ ἡ μάννα
τὶ βαρειὰ εἶναι σκουμπωμένη.
Ἀνεβαίνει κατεβαίνει
καὶ τὸν ἥλιο παραγγέλνει.
Ἥλιο μου χρυσέ μου ἥλιο
῾κόμα αὐτὴν τὴν ἑβδομάδα
νὰ μᾶς κάνῃς καλὴ μέρα
νὰ παντρέψω τὸν ὑγιό μου
γιὰ νὰ πάρω τὴ νυφοῦλα.
Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ τραγούδια τῆς ἐνάρξεως τῶν ἑορταστικῶν γαμήλιων ἡμερῶν. Πολλὰ τραγούδια λέγονται ὅλες αὐτὲς τὶς μέρες ἀπὸ τὰ ὁποῖα θὰ σημειώσω τὰ κυριότερα. Ὅλα δὲν εἶναι τοῦ παρόντος νὰ τὰ ἀναφέρω.
Τὸ ζύμωμα λοιπὸν τοῦ ψωμιοῦ γιὰ τὸν γάμο γίνεται μὲ ἐπισημότητα καὶ εἰς τὸ σπίτι τοῦ γαμβροῦ καὶ εἰς τὸ σπίτι τῆς νύφης. Καὶ ψήνουν ψωμιὰ πολλὰ γιατὶ δὲν εἶναι ὀλίγοι οἱ προσκαλεσμένοι. Ἐπειδὴ οἱ Βλάχοι ὅλοι σχεδὸν συνεπάγονται διὰ συγγενείας στενῆς ἢ μακρινῆς καὶ τὰ συνοικέσιά των πάλιν γίνονται ἀπὸ ζουνάρια συγγενείας μακρινῆς, ὅπως συμβαίνει εἰς διαφόρους πατρωτὰς ἢ φυλάς, πολλοὶ εἶνε ἐκεῖνοι ποὺ ἔρχονται κι᾿ ἀπὸ μακρυνὰ μέρη γιὰ τοὺς γάμους. Δὲν λησμονῶ ποτὲ τὰ καραβάνια τῶν προσκαλεσμένων ποὺ ἀνέβαιναν ἐκεῖ ἐπάνω ἀπ᾿ ὅλες τὶς πλαγιὲς τῶν βουνῶν. Ἀκόμα κι᾿ ἀπὸ τὴν Ἀλεξανδρούπολι ἦλθαν Βλάχοι σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις μὲ τὰ ἄλογα, φέρνοντας καὶ τὰ δῶρα γιὰ τὰ καινούρια ζευγάρια. Τὸ ἥσυχο Σέλι παρουσιάζει τὸ Δεκαπενταύγουστο κοσμοπλημμύρα, ἀλλὰ ὁμοιογενῆ. Δὲν βλέπεις τὴν ποικιλία στολῶν καὶ χαρακτήρων ὅπως εἰς ὅλα τὰ ἄλλα ἐπαρχιακὰ πανηγύρια. Ἐδῶ ὅλοι εἶναι μιὰ ράτσα, μιὰ οἰκογένεια. Ὅταν τὸ διαπίστωσα ἐσκέφθηκα ὅτι ὁ συναγερμὸς αὐτὸς λὲς κι᾿ ἔγινε σἄν ἀπὸ προσκλητήριο Θεοῦ.
Ὅλο αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν προσκαλεσμένων στοὺς γάμους κονεύει στὰ σπίτια τῶν κατοίκων, καὶ σἄν νυκτώσῃ ἀπορεῖ κανεὶς τὶ ἔγινε τόσος κόσμος. Ἀπὸ τὶς πρῶτες νυκτερινὲς ὦρες οἱ δρόμοι καὶ τὰ καφφενεῖα ἐρημώνονται σχεδόν. Τὸ κρύο τσούζει ἐκεῖ ἐπάνω μόλις δύσῃ ὁ ἥλιος. Ὁ Αὔγουστος μῆνας ποὺ φέρνει τὰ κυνικὰ καύματα στὸν κάμπο ἐκεῖ ἐπάνω ἔχει τὴν γλύκα τοῦ Μαΐου. Τὴν ἡμέρα ὁ ἥλιος φέρνει ἁπλῆ θαλπωρὴ καὶ τὸ βράδυ ἡ νύχτα εἶναι ψυχρή. Τὰ σκεπάσματα τοῦ ὕπνου εἶναι μιὰ καὶ δυὸ φλοκάτες παχειές. Ἀκόμα καὶ τὸ μεσημέρι ὅταν κοιμηθῇ κανεὶς πρέπει νὰ σκεπασθῇ μὲ βελέντσα. Μὲ μιὰ τέτοια ἀτμόσφαιρα δὲν μπορεῖ νὰ μείνῃ κανεὶς εἰς τὸ ὕπαιθρο. Ὅλοι συμμαζεύονται εἰς τὰ σπίτια. Ἀλλὰ δὲν κοιμοῦνται πολὺ τὶς νύχτες τοῦ Δεκαπενταύγουστου. Γλεντοῦν. Βλέπεις τὰ παράθυρα ὅλων τῶν σπιτιῶν ἀμυδρὰ φωτισμένα ἀπὸ τὶς λάμπες τοῦ πετρελαίου κι᾿ ἀκοῦς τὶς μουσικὲς νὰ παίζουν σ᾿ ὅλα τὰ σπίτια ποὺ ἑτοιμάζονται γιὰ γάμον.
Παραμυθένιο εἶναι τὸ Σέλι τὶς νύχτες. Ὁ καθαρὸς ἀέρας, τὸ στερέωμα ποὺ σκεπάζει τὸ χωριὸ σἄν θόλος μὲ πολὺ λαμπερὰ ἄστρα, οἱ σιλουέττες τῶν πέτρινων σπιτιῶν μὲ τὰ φωτισμένα παράθυρα, ἡ ἡχὼ τῆς μουσικῆς ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τά σπίτια, ὅλα αὐτὰ ἔχουν τόση φαντασμαγορία, ποὺ σοῦ δημιουργεῖ τὴν ψευδαίσθησιν ὅτι βρίσκεσαι μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς.
**
Τὴν παραμονὴ τῆς Παναγίας ὅλα ἦταν ἕτοιμα γιὰ τοὺς γάμους καὶ πρὸς τὸ βράδυ ἔχουν φθάσει ὅλοι οἱ καλεσμένοι. Ἐπισημότητα εἰς τὸ πανηγῦρι προσδίδει καὶ ἰσχυρὰ δύναμις χωροφυλακῆς ἡ ὁποία μὲ ἐπὶ κεφαλῆς ἀξιωματικὸν ἦλθε νὰ ἐνισχύσῃ τὴν δύναμιν τοῦ χωριοῦ γιὰ κάθε ἐνδεχόμενον. Πέρυσι ἀπὸ μικροπαρεξηγήσεις ἔγινεν συμπλοκὴ μεταξὺ εὐθυμούντων χορευτῶν πρᾶγμα ποὺ ἠνάγκασε τὰς ἀρχὰς νὰ καλέσουν σημαντικὴν ἀστυνομικὴν δύναμιν ἐφέτος. Εὐτυχῶς οἱ ἐφετεινὲς γιορτὲς τοῦ Σελίου ἐπέρασαν ἀναιμάκτως. Ἀπὸ ἀνθρώπινον αἷμα. Ἂν πῆτε ἀπὸ σφαχτά, τὸ αἷμα ἔρρευσεν ἀφθονώτατον. Ἑκατοντάδες ἀρνιῶν καὶ αἰγῶν ἐσφάγησαν, καὶ χιλιόμετρα κοκορετσίου ἐψήθηκαν εἰς τὴν πλατεῖαν τοῦ χωριοῦ, καθ᾿ ὅλην τὴν ἑβδομάδα. Δώδεκα γάμοι. Εἰκοσιτέσσαρες οἰκογένειες, χωριστὰ τοῦ γαμβροῦ καὶ χωριστὰ τῆς νύφης, ἔχουν στήσει πλούσια τραπέζια γιὰ τοὺς καλεσμένους τὴν παραμονή. Τὰ τραγούδια παίρνουν καὶ δίνουν.
Ἀπόψε τὸ σπιτάκι μου
εἶχε χαρὰ μεγάλη
τὸν Ἄγγελο ἐφίλευα
καὶ τὸν Χριστὸν κερνοῦσα
καὶ τὴν Ἀγιὰ τὴν Παναγιὰ
πολὺ παρακαλοῦσα
νὰ μοῦ χαρίσῃ τὰ κλειδιὰ
κλειδιὰ τοῦ Παραδείσου
ν᾿ ἀνοίξω τὸν Παράδεισο
νὰ ἰδῶ τοὺς κολασμένους
νὰ ἰδῶ φτωχὸν πῶς κάθεται
πλούσιος πῶς τυραννιέται.
Αὐτὰ λέει τὸ τραγοῦδι, τὸ ὁποῖον ψάλλεται κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ γλεντιοῦ. Ἐννοεῖται ὅτι κανένας δὲν εἶχε τὴν διάθεση ν᾿ ἀφήσῃ τὸ γλέντι καὶ τὸν χορόν, τὴν ὥρα ἐκείνη, νὰ πάῃ στὴν κόλαση νὰ ἰδῇ τὸ τὶ γίνεται ἐκεῖ μέσα.
«Τὸ Φῶς», 25-08-1936.
Στο επόμενο φύλλο:
Δ΄ {γαμήλια έθιμα}