Του Απόστολου Ιωσηφίδη
Ο αλβανικής καταγωγής Διοικητής της 8ης Στρατιάς του Αυτοκρατορικού Οθωμανικού Στρατού της Μακεδονίας Χασάν Ταχσίν πασάς (1845-1918) ήταν 67 ετών όταν ξέσπασε ο πρώτος Βαλκανικός πόλεμος (05-10-1912) και η όρασή του οπωσδήποτε είχε ανάγκη υποστήριξης.
Παρήγγειλε να του στείλουν τα γυαλιά του στην Βέροια, απ’ όπου, αυτές τις πρώτες μέρες του πολέμου, πέρασε δυο φορές: πρώτα πηγαίνοντας να αντιμετωπίσει τον προελαύνοντα Ελληνικό Στρατό, κι ύστερα -μετά το Σαραντάπορο και την Καστανιά- υποχωρώντας προς τα Γιαννιτσά, όπου δόθηκε η μάχη που έκρινε την τύχη της Θεσσαλονίκης.
Στο ταχυδρομείο της Βέροιας τον περίμενε ένα μικρό δέμα με τα γυαλιά του, το οποίο παρέμενε ανεπίδοτο.
Το εντόπισε, μετά την αποχώρηση του Οθωμανικού Στρατού και την θριαμβευτική είσοδο των Ελευθερωτών στην πόλη (16-10-1912), ο (τότε) λοχαγός του μηχανικού (και μακεδονομάχος) Τιμολέων Μομφεράτος (1866-1935), το άνοιξε και παρέλαβε, ως λάφυρο πολέμου, το περιεχόμενό του: τα λορνιόν του Ταχσίν πασά.
Λίγες μέρες αργότερα, ο Ταχσίν πασάς υπέγραφε την άνευ όρων παράδοση της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα• ο προσωπικός του φίλος (από την εποχή που ο πασάς υπηρετούσε στην Κρήτη) Ελευθέριος Βενιζέλος μερίμνησε για την μετάβασή του (ένεκα λόγων υγείας) στην Λωζάνη, όπου και απεβίωσε• οι μεταθανάτιες περιπέτειές του τερματίστηκαν το 2002, όταν τα οστά του ενταφιάστηκαν στον προαύλιο χώρο του Μουσείου των Βαλκανικών Πολέμων (έπαυλη Μοδιάνο, Γέφυρα Θεσσαλονίκης).
Θα είχε ενδιαφέρον να ερευνηθεί αν τα λορνιόν του πασά επιβίωσαν στη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων του Τιμολέοντος Μομφεράτου κι αν, ως κειμήλια, εξακολουθούν να βρίσκονται στην κατοχή τυχόν απογόνων του, ώστε, μαζί με την περιγραφή του περιστατικού της απόκτησής τους (όπως το διαιώνισε ο «Νεολόγος»), να «επιδοθούν» επιτέλους στον αρχικό δικαιούχο τους και να αποτεθούν δίπλα στα άλλα εκθέματα του Μουσείου των Βαλκανικών Πολέμων.
«Τὰ λορνιὸν τοῦ Ταχσὶν Πασᾶ
Ποῦ τὰ εὗρεν Ἕλλην Ἀξιωματικὸς
ὅστις καὶ τὰ ἔχει
Εἰς τὰ Σέρβια, τὴν Βέρροιαν, τὴν Θεσσαλονίκην καὶ εἰς τὰ ἄλλα μέρη, τὰ καταληφθέντα ὑπὸ τῆς Ἑλληνικῆς στρατιᾶς, εἶχον ἀφήσει οἱ Τοῦρκοι πλὴν τῶν πολεμοφοδίων καὶ ἄλλων ὑλικῶν καὶ διάφορα ἀντικείμενα, τὰ ὁποῖα δὲν ἠδύναντο ἢ μᾶλλον δὲν ἐπρόφθασαν νὰ πάρουν μαζῆ των.
Εἰς τὴν Βέρροιαν εὑρέθησαν καὶ τὰ λορνιὸν τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς Τουρκικῆς στρατιᾶς, ἥτις ἐπολέμησεν ἐν Μακεδονίᾳ μετὰ τῶν Ἑλλήνων, στρατηγοῦ Ταχσὶν πασᾶ. Τὰ λορνιὸν ἐκεῖνα δὲν εἶχε προφθάσει ἀκόμη νὰ χρησιμοποιήσῃ ὁ Τοῦρκος στρατηγός, διότι μόλις εἶχον φθάσει εἰς τὴν Βέρροιαν καὶ εὑρίσκοντο εἰς τὸ ταχυδρομεῖον.
Ὁ Ἕλλην ἀξιωματικὸς κ. Τιμ. Μομφεράτος, λογαχὸς τοῦ Μηχανικοῦ καὶ ἐκ τοῦ ἐπιτελείου τοῦ Διαδόχου, ὅταν ὁ Ἑλληνικὸς στρατὸς εἰσῆλθεν εἰς τὴν Βέρροιαν, διηυθύνθη εἰς τὸ ταχυδρομεῖον καὶ ἐκεῖ μεταξὺ τῶν ἄλλων εὗρε καὶ ἓν δέμα, τὸ ὁποῖον ἔφερε τὸ ὄνομα τοῦ Ταχσὶν πασᾶ.
Ἤνοιξε τοῦτο ἀμέσως καὶ εἶδεν, ὅτι ἐν αὐτῷ ὑπῆρχον τελειότατα ἀληθῶς λορνιόν, τὰ ὁποῖα ἐστέλλοντο εἰς τὸν Ταχσὶν πασᾶν. Ἦσαν καὶ αὐτὰ λάφυρα πολέμου. Καὶ ὁ κ. Μομφεράτος τὰ ἐκρέμασεν εἰς τὸν ὦμον του. Ἀνῆκον πλέον εἰς αὐτὸν καὶ τὰ ἐχρησιμοποίησεν ὁ Ἕλλην ἀξιωματικὸς κατὰ τὴν προέλασιν τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ μέχρι Θεσσαλονίκης καὶ ἐκεῖθεν μέχρι Φλωρίνης.
Προχθὲς διῆλθεν ἐντεῦθεν ὁ κ. Μομφεράτος μεταβαίνων εἰς Ἤπειρον καὶ ἐπέδειξεν εἰς φίλους τὰ λορνιὸν τοῦ Ταχσὶν πασᾶ ἀφηγηθεὶς εἰς αὐτοὺς πῶς περιῆλθον εἰς τὴν κατοχήν του. Εἶνε δὲ πράγματι τελειότατα τὰ λορνιὸν ἐκεῖνα καὶ ἀποτελοῦν διὰ τὸν κατέχοντα αὐτὰ ἀξιωματικὸν μίαν ἀνάμνησιν ζωηράν.»
«Νεολόγος Πατρῶν», 11-01-1913.
[*] λορνιόν (lorgnon): γυαλιά οράσεως, που με ένα ελατήριο στηρίζονται στη μύτη ή διαθέτουν λαβή για να κρατιούνται με το χέρι (χωρίς βραχίονες στηριζόμενους στα αυτιά).
Θερμές ευχαριστίες εκφράζονται και από την θέση αυτή στην κυρία Περιστέρα Κουταβά, στέλεχος του Δημοτολογίου του Δήμου Αργοστολίου, για την ευγένεια, την προθυμία και την αμεσότητα της παροχής κάθε δυνατής υποστήριξης στην τεκμηρίωση του παρόντος.-