Του Ιερέως
Παναγιώτου Σ.
Χαλκιά
Στο παρόν άρθρο, φίλοι αναγνώστες, δεν θα αναφέρουμε εκείνους που έχουν δεχθεί αθεϊστικές θεωρίες, αποδοκίμασαν ή και αποδοκιμάζουν σήμερα τον Χριστό. Αυτοί μας είναι γνωστοί και στο σημερινό μας άρθρο δεν μας ενδιαφέρουν. Αυτοί έχουν διαχωρίσει τη θέση τους και έχουν στρατευθεί στο αντίπαλο στρατόπεδο. Τους ξέρουμε και τους πολεμούμε, αντικρούοντας τα επιχειρήματα και τις θεωρίες τους. Δεν πρόκειται για αυτούς τώρα. Εδώ θέλουμε να αποκαλύψουμε εκείνους που, ενώ με τα χείλη ασπάζονται τον Χριστό, με τη ζωή τους τον αποδοκιμάζουν. Γιατί αυτοί, είναι πολύ επικίνδυνοι και για τους εαυτούς τους και για τους άλλους.
Και πρώτα-πρώτα είναι εκείνοι που, από τη διδασκαλία Του κρατούν την επιφάνεια, δηλαδή τους ξερούς τύπους, που είναι εύκολοι στην εφαρμογή και εγκαταλείπουν το βάθος, δηλ. την ουσία, που χρειάζεται κόπου και αγώνα για να βιώσει.
Οι άνθρωποι αυτοί, που δεν αποκλείεται να θρησκεύουν κιόλας, έχουν αποδοκιμάσει ήδη τον Χριστό. Στα πρόσωπά τους μπορεί κανείς να διακρίνει πολλές φορές τον χωρίς επίγνωση ζήλο για τα θέματα της θρησκείας, που φτάνει να παίρνει κάποτε-κάποτε τη μορφή φανατισμού καθώς και την κριτική θέση για τους άλλους, συνήθως με αυστηρότητα και ανοικτιρμοσύνη.
Έπειτα έρχεται μια άλλη κατηγορία επιόρκων, κατ’ ουσίαν αποδοκιμαστών του Χριστού. Είναι όλοι όσοι, καλυπτόμενοι πίσω από ένα πέπλο θρησκευτικότητας, εκμεταλλεύονται την πίστη των αφελών για συμφέρον δικό τους. Αυτούς θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε «Χριστοκάπηλους».
Βαριά η λέξη, μα αποδίδει αυτό που σκεπτόμαστε. Τέτοιοι άνθρωποι δεν έλειψαν ποτέ από το χριστιανικό χώρο. Η ιδιοτέλεια συνδυασμένη με πονηριά και ευσεβοφάνεια, κάνει χρυσές δουλειές για τους εμπόρους του είδους, που όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, έχουν δια πορισμό την ευσέβεια. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να βλέπεις εμπόρους των ιερών και των όσιων. Σε κυριεύει ένα είδος ναυτίας, καθώς τους αντιλαμβάνεσαι να δρουν και στους πιο ιερούς χώρους. Ο Κύριος τέτοιους ανθρώπους τους έδιωξε και αγανάκτησε μαζί τους, θέλοντας να τονίσει πόσο φοβερό και απαράδεκτο είναι να μετατρέπετε ο οίκος του Θεού σε οίκο εμπορίου.
Ακολουθεί στη συνέχεια η μεγάλη παράταξη των θρησκευτικών υποκριτών, που και αυτοί αποδοκιμάζουν τον Κύριο, καθώς παρουσιάζουν προσωπείο αντί πρόσωπο και με τη δήθεν ευλάβειά τους περιμένουν βραβεία ματαιοδοξίας και κενοδόξου καιρασκοπισμού. Κινούνται σε χώρους παραδοσιακούς και συντηρητικούς, έχοντας καλουπιάσει και φορμάρει τον χριστιανισμό σε σχήματα στερεότυπα που χαρίζουν την ψευδαίσθηση της πειθαρχίας στο μέτρο, ενώ τις περισσότερες φορές καλύπτουν ατίθασους ή ιδιοτελείς χαρακτήρες που αντί να προσφέρουν στο έργο του Θεού, αντίθετα περιμένουν να ωφεληθούν από αυτό.
Αποδοκιμάζουν τον Χριστό και όσοι μόνο το όνομά του χριστιανού φέρουν, χωρίς να κρατάνε ούτε τύπους ούτε ουσία. Κυρίως αυτοί έχουν μια εθελοθρησκεία του γούστου και της προτιμήσεώς τους. Δίνουν αυθαίρετες ερμηνείες στα θρησκευτικά ζητήματα και ακολουθούν σε αυτά το δρόμο που τους αρέσει. Αυτοί ορίζουν το πλαίσιο και βάζουν εκεί μέσα το Θεό, δεν προσαρμόζονται στα πλαίσια του Θεού. Ακολουθούν το δικό τους δρόμο έχοντας μάλιστα και ήσυχη συνείδηση πως επιτελούν καλά τα καθήκοντά τους απέναντι στο Θεό.
Οι άνθρωποι της κατηγορίας αυτής, ότι δεν τους αρέσει από τη θρησκεία, το φορτώνουν στις πλάτες των θεολόγων, των κληρικών και των καλόγηρων, ισχυριζόμενοι συγχρόνως πως το γνήσιο πνεύμα του Ευαγγελίου έχει νοθευθεί κατά καιρούς από τους φορείς των θρησκευτικών αντιλήψεων και πως χρειάζεται μια αποκάθαρση για να βρεθεί και πάλι από όλους το γνήσιο χριστιανικό πνεύμα που τάχα αυτοί έχουν συλλάβει.
Τέλος, αποδοκιμάζουν τον Χριστό και όσοι περιορίζονται στο να είναι ακροατές του νόμου Του, μη προχωρώντας και στο στάδιο της εφαρμογής.
Μοιάζουν με τους Φαρισαίους της εποχής του Κυρίου που έλεγαν λόγια χωρίς να τα πράττουν. «Λέγουσι γαρ και ου ποιούσι». Εδώ ανήκουν πολλοί χριστιανοί που του αρέσουν να ακούνε τη διδασκαλία του Χριστού, δεν αποφασίζουν όμως, να μπουν στον κόμπο της εφαρμογής τους.
Τυπολάτρες, Χριστέμποροι, υποκριτές.
Θα μου επιτρέψετε φίλοι αναγνώστες να κλείσω το άρθρο μου με μια σχετική εμπειρία που είχα πριν λίγα χρόνια και εσείς θα βγάλετε τα συμπεράσματά σας.
Στη γειτονιά μου ζούσαν πλάι-πλάι δύο κυρίες με τις οικογένειές τους. Άς τις ονομάσουμε Α! και Β! Κάποιο Σάββατο απόγευμα, δεν γνωρίζω τον λόγο, άρχισαν να διαπληκτίζονται. Αφού η μία «στόλισε» την άλλη με «κοσμητικά επίθετα», στο τέλος η Α λέγει στη Β.
«Αχ! καημένη μου, να συγχωράς, που θα κοινωνήσω αύριο, διαφορετικά θα σε έφτιαχνα εγώ».





