Του Ιερέως Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Στην εποχή μας, φίλοι αναγνώστες, τρεις είναι κυρίως οι πηγές που συγκεντρώνουν γύρω τους το μεγάλο πλήθος των διψασμένων. Ας τις γνωρίσουμε μία-μία.
Α! Η γνώση.
Η γνώση είναι εκείνη που τη βάζουμε πρώτη. Η εξερεύνηση του αγνώστου γοητεύει ανέκαθεν τον άνθρωπο. Μία εσωτερική παρόρμηση τον σπρώχνει να προχωρεί όλο και πιο πέρα, διαρκώς και πιο βαθιά, προσπαθώντας να εξιχνιάσει τα μυστήρια της ζωής και του κόσμου, να τοποθετήσει κάτω από το φως της λογικής του να τα εκφράσει με λογικά σχήματα. Συμβαίνει, όμως, τούτο το περίεργο: Όσο περισσότερο προχωρεί, τόσο μεγαλύτερη νιώθει τη δίψα για γνώση, γιατί διαπιστώνει πως όσα περισσότερα μαθαίνει, τόσο ευρύνεται ο κύκλος αυτών που αγνοεί. Μοιάζει με ορειβάτη που όσο ανεβαίνει προς την κορυφή, τόσο γίνονται ευρύτεροι οι ορίζοντες που αντικρίζει. Όσο πολλαπλασιάζονται, λοιπόν, οι ανθρώπινες γνώσεις, τόσο μεγαλύτερο γίνεται το πεδίο του αγνώστου, σε σημείο που οι σοφοί ανάμεσα στους ανθρώπους να σκύβουν ταπεινωμένοι το κεφάλι και να ομολογούν μαζί με τον «Ανδρών απάντον, σοφώτατον». «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα», (Σωκράτης).
Β! Η υλική ευημερία.
Η δεύτερη πηγή προσφέρει υλικά αγαθά, ανέσεις, τεχνική πρόοδο. Πολλοί τρέχουν να ξεδιψάσουν κοντά της.
Αγωνίζονται, μοχθούν χρόνια ολόκληρα, για να ανεβάσουν «το βιοτικό τους επίπεδο», να καλυτερέψουν τις συνθήκες της ζωής τους, νομίζοντας πως θα ξεδιψάσουν, ικανοποιώντας τα όνειρά τους που αναφέρονται στην υλική ευημερία. Όμως η πραγματικότητα φανερώνει το λάθος τους.
Ο άνθρωπος είναι άπληστος, ακόρεστος. Όσο έχει, τόσα περισσότερα θέλει. Αυτοί που έχουν λίγα θέλουν να τα κάνουν περισσότερα. Η δίψα για την υλική πρόοδο δεν ικανοποιείται ποτέ. Το ίδιο συμβαίνει και με την τεχνική εξέλιξη. Τα χθεσινά θαύματα της τεχνικής σήμερα θεωρούνται ξεπερασμένα. Τα σημερινά αύριο θα αποδειχθούν ατελή.
Δεν προλαβαίνουμε να αγοράσουμε, λ.χ. ένα κινητό τηλέφωνο και σε λίγο σκεπτόμαστε με τι τρόπο θα το αντικαταστήσουμε με κάποιο πιο τελειοποιημένο που μόλις κυκλοφόρησε στην αγορά.
Γ! Η Ηδονή.
Υπάρχει ακόμα και μια τρίτη πηγή. Εκείνη που συγκεντρώνει κοντά της ιδιαίτερα τα διψασμένα για ζωή νιάτα. Είναι η πηγή της ηδονής. Θολά τα νερά της. Τούτη, η πηγή δηλητηριάζει τα όνειρα, διαστρέφει τους πόθους, κουρελιάζει τα ιδανικά. Αδειάζει την ψυχή, κάνει τον άνθρωπο σκιά του εαυτού του, σκλάβο στο χειρότερο τύραννο. Είναι μια πηγή που όχι μόνο δεν ξεδιψάει, αλλά και σκοτώνει. Υπόσχεται πολλά στον άνθρωπο και στο τέλος δεν του προσφέρει παρά το θάνατο. Αν μπορούσαν να μιλήσουν όλοι όσοι έτρεξαν κοντά της για να βρουν την ικανοποίηση, πόσες θλιβερές εμπειρίες θα μας αποκάλυπταν, πόσες πληγές, πόσα δάκρυα! Εμπειρίες σαν και αυτή του ποιητή που εκφράζει όλη την απογοήτευση των «νικημένων της ζωής»:
Και εμείς ένα πρωί είχαμε κινήσει,
μόλις ο κάμπος είχε κοκκινήσει,
με μάτια που τα φλόγιζε η χαρά,
και όλοι γεροί και αγέροχοι σαν Κροίσοι,
μα τα μεσάνυχτα είχαμε γυρίσει
με καταματωμένα τα φτερά…»
(Ν. Λαπαθιώτης)
Αν ο άνθρωπος σήμερα, φίλοι αναγνώστες, παρουσιάζεται διψασμένος όσο ποτέ, είναι γιατί απομακρύνθηκε από την πηγή του «ζώντος ύδατος».
Δεν αρκεί να υπάρχει απλώς η πηγή με τον γάργαρο νερό για να ξεδιψάσει κανείς.
Πρέπει να πλησιάσει, να πιεί, να χορτάσει. Το ίδιο ισχύει και για την πνευματική δίψα. Για να ξεδιψάσει ο άνθρωπος πρέπει να πλησιάσει τον Θεό, να δεχθεί την αλήθεια Του και να τη ζητήσει. Σήμερα έχουμε τα πάντα, αλλά μας λείπει ο Θεός. Γι’ αυτό οι ψυχές μας είναι κατάξερες διψασμένες. Και θα είναι έτσι μέχρις ότου ανταποκριθούμε στην πρόσκληση που από την αιωνιότητα μας απευθύνει ο Λυτρωτής: «Εάν τις διψά ερχέσθω προς με και πινέτω». (Ιωάν. ζ’ 37)





