Του Ιερέως Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Στην επίγεια πορεία του μέσα στους αιώνες, φίλοι αναγνώστες, ο άνθρωπος ένιωσε πολλούς πόθους. Ο πιο γλυκός, όμως, και ο πιο ακατόρθωτος γι’ αυτόν υπήρξε ο πόθος για συμφιλίωση με τον Θεό. Την τραγικότητα αυτής της επιθυμίας εντόπισε στους προχριστιανικούς χρόνους μια πανανθρώπινη προσδοκία, που σαν μουσική συμφωνία ακουγόταν σε διάφορα χρονικά και τοπικά πλαίσια, πολύ καθαρά στη σκοτεινή φάτνη της ανθρώπινης ψυχής.
Η αναζήτηση του Θεού προσέλαβε παγκοσμιότατες διαστάσεις, γιατί ο άνθρωπος οπουδήποτε κι αν ζει, είναι πάντα ο ίδιος. Έτσι, ο έντονος αυτός πόθος οδήγησε πολλούς ανθρώπους στο να πλάσουν με τη φαντασία τους θεανθρώπους ανύπαρκτους, με πλασματικές μορφές και ιδιότητες, άλλους δε στο να δημιουργήσουν μέσα τους την πεποίθηση για την προσευχή και βέβαια ενανθρώπιση του Θεού.
Ήδη από το ΣΤ’ π.Χ. αιώνα, ο Κουμφούκιος στην Κίνα περιμένει να έλθει ο «Άγιος». Χρησμοί, εξάλλου της Βαβυλώνος, εκήρυτταν τη μελλοντική εμφάνιση ενός μεγάλου Βασιλέως, που θα φέρει στον κόσμο την δικαιοσύνη, την ειρήνη, την χαρά. Οι Ινδοί διασώζουν από πολύ παλαιά τη συνείδηση της λυτρώσεώς τους από την αμαρτία εκ μέρους ενός σωτήρος του κόσμου, ενώ ο ιστορικός Βούδας παραδέχεται πως θα υπάρξει τελειότερα έκφραση της διδασκαλίας του.
Κατά τους Ιρανίους, την εποχή της εσχάτης καταπτώσεως του ανθρώπου επρόκειτο να διαδεχθεί η εποχή της λύτρωσης, που θα έφερνε στον κόσμο ο εκ παρθένου μέλλων να γεννηθεί σωτήρας, τον οποίον ετάυτιζαν με τον Μίθρα.
Στον χώρο των αρχαίων Ελλήνων, η τόσο οικεία έννοια της Θεοφανίας βοήθησε στη διαμόρφωση των περί Σωτήρος αντιλήψεων. Η εκ μέρους τους αναζήτηση του ενός θεού εκφράζεται τέλεια στον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου με τα λόγια που ο Ερμής λέγει στον δυστυχισμένο εκπρόσωπο των ανθρώπων: «Τοιού δε μόχθου τέρμα μη τί προσδόκα, πριν αν Θεών τις διάδοχος των σων πόνων φανεί».
Την ίδια ιδέα διακηρύσσει και ο Σωκράτης στην απολογία του, όπου μαρτυρεί λέγοντας: «…τον λοιπόν βίου καθεύδοντες διατελοίται αν ει μη τινά άλλο ο Θεός υμίν επιπέμψειε κηδόμενος υμών».
Και ο Πλάτων στον «Αλκιβιάδη» του βάζει στο στόμα του Σωκράτη λόγια μεσσιανικά για εκείνον πονέμελλε να έλθει για να διδάξει τους ανθρώπους, «Πως δει προς θεόν και ανθρώπους διακείσθαι».
Τον πόθο των ανθρώπων για λύτρωση και σωτηρία εξέφρασε και η φιλοσοφία.
Προς στιγμήν οι Στωικοί και οι επικούριοι εστράφησαν προς τον ιδανικό άνθρωπο για να βρουν πρότυπο ζωής. Αλλ’ αντελήφθηκαν έγκαιρα ότι δεν ήταν δυνατό να προέλθει από άνθρωπο η σωτηρία του ανθρώπου. Γι’ αυτό η λυτρωτική ανάγκη απέβη θρησκευτική δηλ. ζητήθηκε να ικανοποιηθεί από τον Θεό.
Οι Ρωμαίοι εξάλλου με χρησμούς και σύμβολα πίστευαν στον ερχομό ενός σωτήρα. Ο Κικέρων, ο Βιργίλιος, η Κρυμαία Σίβυλλα μιλάνε για το προσδοκώμενο παιδί που θα γεννηθεί από παρθένο σε εποχή καταρρεύσεως των πραγμάτων της αυτοκρατορίας για να σώσει τον άνθρωπο.
Εκεί, όμως, όπου η προσδοκία φαίνεται καθαρότερα είναι στις προφητείες της Παλ. Διαθήκης. Σε αυτές προλέγεται η εκ παρθένου σάρκωση του Θεού, η κάθοδος της προσωπικής Σοφίας του Θεού, που θα είναι «φως των εν σκότει», «φως εθνών», «Θεός ισχυρός», «λυτρωτής το πάντος», εγκαινιάζων, χρυσή εποχή κατά την οποία θα αποκαλυφθούν στον άνθρωπο προαιώνια μυστήρια, θα κυριαρχήσει η ειρήνη, η χαρά, η αγάπη και η ευτυχία και θα καθοδηγηθεί ο ταλαίπωρος άνθρωπος στη λύτρωση.
Και εκείνο που ανέμενε όλος ο κόσμος συνέβη, «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου». Ο Μεσσίας ήρθε εξ αντικειμένου, εγεφύρωσε το χάσμα μεταξύ Θεού και ανθρώπου και «επί γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη», για να θεοποιήσει τους ανθρώπους.
Αλλά η λύτρωση αυτή δεν είναι ένα στατικό γεγονός. Έχει δυναμικό χαρακτήρα και τελειώνετε με την αντικειμενική εκ μέρους των ανθρώπων οικειοποίησή της. Και στην υπενθύμιση αυτού του προσωπικού χρέους διακινεί αυτές τις μέρες και η υμνολογία της Εκκλησίας μας, που φέρνει τα ανεπανάληπτα γεγονότα της Βηθλεέμ στο χρονικό προσκήνιο και τονίζει κάθε χρόνο με λυρισμό και μυστικό πάθος στην τωρινότητά τους.
Σαν παράδειγμα αναφέρουμε το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε». Αυτό το «γεννάται» και όχι «εγεννήθη» θέλει να τονίσει σε χρόνο ενεστώτα μία γέννηση του Χριστού πάλι σήμερα, τώρα, αυτή τη στιγμή που ζητάει την ανθρώπινη ανταπόκριση και προϋπάντηση. Γιατί εκείνο που περίμεναν επί αιώνες οι γενεές των ανθρώπων να γίνει, δηλαδή ο Θεός μαζί τους, πραγματοποιήθηκε με τρόπο μυστικό.
Γεννήθηκε ο Χριστός γυμνός για να ντύσει τον άνθρωπο. Γεννήθηκε φτωχός για να πλουτίσει την ανθρωπότητα. Γεννήθηκε αδύνατος για να κάνει δυνατούς τους ανθρώπους.
Πράγματι, «άνθρωπος γίνεται ο Θεός, ίνα θεών των Αδάμ, απεργάσηται». Αλλά αν ο άνθρωπος δεν απλώσει τα χέρια του να πιάσει το Θεού τα χέρια, αν δεν ανέβει ψηλά να φτάσει στο Θεό που κατέρχεται, αν δεν θελήσει να κάνει βήματα προς τον Χριστό που έρχεται, τότε ο Εμμανουήλ θα είναι μαζί μας, αλλά εμείς δεν θα είμαστε μαζί του. Ο δεύτερος όρος της σωτηρίας μας δεν θα έχει εκπληρωθεί και εμείς θα γιορτάζουμε Χριστούγεννα με τις κοσμικές συμβατικότητες, με επιφανειακές σαρκικές χαρές.
Αν θέλουμε ο Χριστός να είναι και για εμάς ο Εμμανουήλ, πρέπει να γίνουμε κι εμείς δικοί του, με μια προσωπική αλλοτρίωση, (εκποίηση) από κάθε αμαρτωλό βίωμα.





