Του Θανάση Μελετίδη
- Άντε… παιδί μου! Περπάτα! Οι βιτρίνες δεν τελειώνουν…
-Μαμά! Μαμά! Κοίτα απέναντι! Θα μου πάρεις εκείνο το τρενάκι; φώναξε τραβώντας απότομα το χέρι της μαμάς του, της Σουλτάνας, που αναγκάστηκε να στριφογυρίσει, για να μην πέσει στα βρώμικα πλακάκια της Ομόνοιας.
Εκείνη, σταματώντας απότομα, το κοίταξε κατάματα και με αυστηρό ύφος τού μίλησε τόσο δυνατά που δεκάδες περαστικοί στάθηκαν να παρατηρήσουν:
-Στο είπα παιδί μου! Δε στο είπα; πρώτα θα πρέπει να βγάλω λεφτά από την τράπεζα. Δε με λυπάσαι λίγο;
-Μαμάαα! Τα Χριστούγεννα δε μού πήρες τίποτα. Υποσχέθηκες πως παραμονή Πρωτοχρονιάς θα μού έπαιρνες δώρο, απάντησε ο μικρός μυξοκλαίγοντας.
-Περίμενε… Να! Φτάσαμε!
Έβαλε την κάρτα στο μηχάνημα, πληκτρολόγησε 500 ευρώ, αλλά αντί το μηχάνημα να αρχίσει «να γουργουρίζει» ετοιμάζοντας τα χρήματα «ξερόβηξε» και έγραψε πως το υπόλοιπο δεν επαρκεί για την ανάληψη που ήθελε.
Πανικοβλήθηκε και αλαφιασμένη ξανάβαλε την κάρτα αναζητώντας αυτή τη φορά το υπόλοιπο που είχε. Η οθόνη έγραψε: «65 ευρώ». «Δεν μπορεί»! …»Σήμερα, το πολύ, θα έβαζαν τα χρήματα», μονολόγησε… «από χθες το βράδυ έχουν πιστωθεί» τής είχε πει το πρωί ο άντρας της. Ίσως είχε γίνει κάποιο λάθος… αποφάσισε να πάρει τουλάχιστον τα 50 ευρώ και μετά να σκεφτεί τι θα κάνει. Τουλάχιστον θα είχε κάποια ψιλά μαζί της…
…Ούτε αυτά πρόλαβε να πάρει, καθώς ένα χέρι άρπαξε το χαρτονόμισμα από το μηχάνημα και χάθηκε μες στην κοσμοπλημμύρα της οδού Αθηνάς. Από ένστικτο έσφιξε το χέρι του παιδιού της και έκανε να κινηθεί πίσω από έναν άγνωστο που ούτε καν είχε προλάβει να δει…. Το παιδί τρομοκρατήθηκε και αγκάλιασε σφιχτά μια νεραντζιά. Εκείνη, αφού έκανε έναν κύκλο παρασύροντας πέντε έξι πεζούς, σωριάστηκε στο πεζοδρόμιο με το σκισμένο πόδι της να γίνεται θύμα της κυκλοφορίας στον δρόμο και το κεφάλι της να αιμορραγεί στα παγωμένα πλακάκια. Πετάχτηκε ουρλιάζοντας από τους πόνους, καθώς ένα διερχόμενο αστικό τής τσάκιζε τον αστράγαλο. Τότε ήταν που λιποθύμησε και ούτε το μητρικό ένστικτο ήταν πια σε θέση να της θυμίσει πως δεν κρατούσε πια το χέρι του παιδιού της…
Ο μικρός, χωρίς να ξέρει καλά καλά τι κάνει, άρχισε να τρέχει με όση δύναμη είχε προς το σπίτι του. Μες στον πανικό του δεν κατάλαβε πως «κάτι» από ψηλά τον έκανε να αποφεύγει τις ρόδες και τις λαμαρίνες των τρελών οχημάτων που στην πρωτεύουσα ποτέ δεν κοιτούν αν υπάρχει πεζός όταν ανάβει πράσινο… Μόλις έφτασε στην παλιά σεισμόπληκτη μονοκατοικία που ζούσε, στον Κολωνό, είδε από το παράθυρο τον πατέρα του παρέα με τον φίλο του, τον Σωτήρη, να κάθονται στο τραπεζάκι της κουζίνας. Η γνώριμή του μπουκάλα δεν έλειπε στο κέντρο. Μπήκε φουριόζος μέσα:
-Μπαμπάαααα! Τη μαμά την πάτησε αυτοκίνητο… μπορεί και να πέθανεεεε, φώναξε μες σε λυγμούς και στάθηκε μπρος τους ανήμπορος να ανασάνει.
Γούρλωσαν τα μάτια και για μισό λεπτό τον κοίταζαν αμίλητοι. Ο Σωτήρης «κοπάνησε» με μιας όλο το σφηνάκι τσίπουρο που κρατούσε. Ο πατέρας του χτύπησε με όση δύναμη είχε το μέτωπό του. Σήκωσε τις παλάμες από τα γόνατά του. Ξεκαμπούριασε. Έσφιξε τα χέρια του μικρού:
-Σύνελθε, παιδί μου! Συγκεντρώσου και πες μου! Πού και πότε έγινε αυτό; και είπες πως μπορεί και να πέθανε. Άρα δεν είσαι σίγουρος πως πέθανε. Πού την πήγανε;
-Πριν μισή ώρα … στην Ομόνοια… η μαμά πήγε να βγάλει λεφτά… κάποιος τα έκλεψε… τη μαμά τη χτύπησε αυτοκίνητο… εγώ έφυγα… δεν ξέρω πού την πήγαν, κατέληξε μες στα κλάματα.
-Τάκη…, η γυναίκα σου είδε πως δεν μπήκαν τα χρήματα που είχαν υποσχεθεί. Μες στην απελπισία της … ίσως…
-Μη λες τέτοια… Να δούμε… Σήκω! Πάμε να τη βρούμε… και συ κλείδωσε την πόρτα πίσω μας και περίμενε. Και προσευχήσου για τη μάνα σου, είπε στον μικρό και ξεπόρτισαν αλαφιασμένοι…
Στη χειρουργική κλινική του «Ερυθρού Σταυρού» ένα σεντόνι ανασηκώθηκε ελαφρά. Δυο μάτια κόκκινα και δακρυσμένα κοίταξαν απέναντι, και, σε λίγο, μες σε πόνους, αριστερά και δεξιά: Ένα πόδι σε γύψο – «χα! το δικό μου είναι»! Ένας παππούλης με πέντε έξι σωληνάκια. Μια γιαγιούλα με δυο τρία παιδιά γύρω της – «τα εγγονάκια της θα είναι»… Ένα βάζο με γαρδένιες – «Ααα! γι’ αυτό μοσχοβολάει εδώ μέσα». Μια γλυκύτατη νοσοκόμα με μια σύριγγα στο χέρι. Και ένα παράθυρο που έβλεπε στα βουνά… «Ανάθεμά το» … « Τι ήθελα και το είδα;», σκέφτηκε, γιατί, τότε, εκτός από τα μάτια, άρχισε να δουλεύει και το μυαλό: «Πού να είναι το παιδί μου»; «Και άμα το έκλεψαν»; «Τι να κάνει ένα παιδάκι μόνο του μες στη ζούγκλα»; Της κόπηκε η ανάσα. Κατέβασε λίγο το σεντόνι από το πρόσωπό της για να μπορέσει να ανασάνει. Η νοσοκόμα την είδε:
-Καλή μου, μην κλαις! Συμβαίνουν αυτά. Υπομονή θέλει και σύντομα θα γίνεις καλά, της ψιθύρισε πάνω από το σεντόνι της αφήνοντας ένα δάκρυ να πέσει με πολύ αργό ρυθμό, και αντίθετα στους φυσικούς νόμους, στα μαλάκια της.
-Εσείς … δεν ξέρετε… ήταν η βουρκωμένη απάντηση…Άμα ξέρατε…
Η νοσοκόμα άνοιξε το στόμα της να απαντήσει, αλλά το μετάνιωσε. Το σκέφτηκε λίγο: «Θα σου έλεγα πως έχω δει πάρα πολλά τόσα χρόνια που δουλεύω. Αλλά εσύ, κάτι μού λέει πως θα χρειαζόσουν κάτι παραπάνω. Κοίτα στη γωνιά… όχι εκεί… πάνω δεξιά. Είναι η Παναγιά. Μίλα της, είπε και σφούγγισε τα δάκρυά της».
Η Σουλτάνα έμεινε ακίνητη, κουλουριασμένη για αρκετή ώρα. Όταν στέρεψαν τα δάκρυά της ανασήκωσε δειλά το σεντόνι. Ίσα ίσα να μπορεί να βλέπει, γιατί δεν ήθελε να βλέπει τίποτα στον κόσμο που γεννήθηκε. Όμως…
Δεν είδε ούτε τον παππούλη ούτε τη γιαγιά. Ούτε ορούς και σωληνάκια. Ούτε παράθυρο υπήρχε. Ούτε τα γέλια των μικρών της γιαγιάς άκουσε. Μόνο ψαλμωδίες που της θύμιζαν τον αγαπημένο της Μπαχ άκουσε. Μέσα σ’ ένα γαλάζιο φως. Και οι τοίχοι είχαν γίνει ένα τεράστιο βιτρώ πολύχρωμο παράθυρο με αγγέλους γύρω από τον Χριστούλη. Και οι ήχοι από τις ρόδες των νοσοκομειακών κρεβατιών είχαν γίνει χριστουγεννιάτικες άριες. Και τα «Αχ! Θέε μου» τα άκουγε ως κάλεσμα σε γιορτή. «Δεν είναι αυτό από την εγκεφαλική αιμορραγία»… σκέφτηκε με σιγουριά και ανασηκώθηκε αναζητώντας… Και τότε είδε… και άκουσε. Και το μόνο που μπόρεσε μες στα δάκρυά της, κοιτώντας πάνω σε μια ταπεινή γωνιά :
- Κυρά μου! Εσύ είσαι; τραύλισε…
- Σήκω και πήγαινε σπίτι σου, παιδί μου. Σε περιμένουν…
Σηκώθηκε η Σουλτάνα. Όντας όρθια έβγαλε τα σωληνάκια των ορών από το χεράκι της. Έσυρε το πόδι με τον γύψο πηγαίνοντας να δώσει ευχές στους ασθενείς στον θάλαμο. Σκυμμένη επάνω τους ψιθύριζε δείχνοντας με τον δείκτη την εικόνα της Παναγίας.
Νοσοκόμες τη σταμάτησαν. Γιατροί εμφανίστηκαν από το πουθενά. Απορημένοι την κοίταζαν. Την υποχρέωσαν να κάνει εξετάσεις: Παράξενο! Δεν υπήρχε ούτε κάταγμα ούτε εγκεφαλική αιμορραγία…
«Έγινε Θαύμα»! ακούστηκε έξω από την πόρτα του θαλάμου. Έτσι καταγράφηκε στα «Μητρώα». Το περιστατικό είχε λήξει. Η Σουλτάνα ήταν στον δρόμο και το μόνο που ήθελε ήταν να πάει στο παλιόσπιτό της, στον Κολωνό, για να δει το παιδί της και τον άντρα της που οι απανωτοί πόνοι της ζωής τον είχαν καταντήσει αλκοολικό.
Έτσι όπως ήταν – μες σε χάλι ένιωθε – αλλά με την ψυχή της να βιώνει μια πρωτόγνωρη χαρά ήξερε πως θα μπορούσε να «κλαφτεί» και να βρει κάποιον να την πάει σπίτι της. Δεν ήθελε. Ξεκίνησε με τα πόδια. Σε καμιά ώρα θα έφτανε σπίτι της: «τι είναι μια ώρα μπρος σε ολόκληρη τη ζωή»;
Σε μισή ώρα είχε φτάσει στην Ομόνοια μπρος στο μηχάνημα που λίγες ώρες πριν είχε χρησιμοποιήσει… Δεν είχε τίποτα να χάσει, αν ξαναδοκίμαζε. Τη φορά αυτή το μηχάνημα αρκέστηκε μόνο σε ένα «γουργούρισμα»! δεν «ξερόβηξε»! Έβαλε στην τσέπη της τα 500 ευρώ που πετάχτηκαν. Μετά ακόμη 500 ευρώ! Κοίταξε το υπόλοιπο και είδε πως είχε ακόμη 200 ευρώ! Μες στη χαρά πήγε και αγόρασε ένα τρενάκι με φωτάκια για το παιδί της. Μπήκε σε μια κάβα και αγόρασε ένα καλό μπουκάλι ουίσκι για τον άντρα της. Μπήκε και σε ένα μάρκετ και αγόρασε ό,τι χρειαζόταν για να ετοιμάσει γιορτινά γλυκά!
Έφτανε στο σπίτι της όταν και «έπεσε» μπρος της η εκκλησία της «Παναγιάς Κολοκυνθούς», στην οδό Λένορμαν, πεντακόσια μέτρα από το σπίτι της. Στάθηκε. Μπήκε μέσα. Ένα κεράκι ήθελε να ανάψει – καλά καλά δεν ήξερε γιατί της έπιασε τέτοια παρόρμηση – η «Κυρά» δε ζητά διαφήμιση της είπε ένας μικρός νευρώνας στο χωματένιο μυαλό της. Αλλά μες στην ταραχή της δεν τον άκουσε. Ίσως μπήκε στην εκκλησία από το ένστικτο μιας καθαρής ψυχής που, ποτέ, ούτε καν είχε σκεφτεί πως θα μπορούσε να είναι η δική της …
Η Σουλτάνα, χωρίς να ξέρει τον λόγο, άναψε το κεράκι της και κάθισε σε μια καρέκλα παραδίπλα. Ένας παπάς βγήκε από το ιερό κοιτώντας την τόσο παράξενα που σάστισε: νόμισε πως κάτι ήθελε να της πει. Απέδωσε το γεγονός σε φαντασία της... Ίσως από τη ταλαιπωρία της … Ο παπάς εξαφανίστηκε στο ιερό, αφού ευλόγησε το μικρό εκκλησίασμά του – δεν ήταν ώρα λειτουργίας.
Προσευχήθηκε. Προσευχήθηκε για το παιδί της, για τον άντρα της, για τους γείτονες… για τους συγχωρεμένους τους γονείς της. Κάτι να κάνει ακόμη ήθελε. Της ερχόταν στον νου η Παναγιά… Δεν καταλάβαινε… Βγήκε έξω από την εκκλησιά :
«Παρακαλώ! Δώστε κάτι… τα παιδάκια μου πεινάνε»: Ήταν ένας σακάτης! Είχε μόνο ένα πόδι! Το άλλο ήταν κομμένο από τη «ρίζα» του! Το παλτό του βρωμούσε κρασίλα! Ίσως και να ήταν η μόνη παρηγοριά του…
Η Σουλτάνα προσπάθησε, για λίγο, να κάνει πως δεν τον ακούει. Όταν έφτασε στο μικρό σιντριβάνι, στα δέκα μέτρα από την είσοδο της εκκλησίας, στάθηκε. Έψαξε να βρει στυλό και χαρτί να γράψει. Δεν είχε μαζί της. Πέρασε απέναντι, στην πλατεία Λένορμαν. Τα αγόρασε από ένα περίπτερο. Έγραψε τη διεύθυνσή της σε ένα χαρτάκι του μπλοκ που μόλις είχε πάρει. Πέρασε απέναντι. Το έβαλε, μαζί με εκατό ευρώ στην τρεμάμενη, ανοιχτή παλάμη του ζητιάνου: «Αν θέλεις, έλα», είπε και έφυγε…
Άλλα περίμενε να βρει στο σπίτι της και άλλα βρήκε:
Ο άντρας της τα έπινε με τον φίλο του, τον Σωτήρη, μες στα καλαμπούρια ακούγοντας ρεμπέτικα.
Ο μικρός είχε κάνει από χαρτί υγείας και αλευρόκολλα τη φάτνη, την Παναγία, τον νεογέννητο Θεάνθρωπο, τους βοσκούς, τα ζωντανά…
- Καλώς την κυρά μου! είπε ο άντρα της.
-Καλή χρονιά, Σουλτάνα! είπε και ο Σωτήρης.
-Σουλτάνα! Κάτι περίεργα μου είπε ο μικρός, αλλά σημασία δεν έδωσα… Τι; Του πήρες και τρενάκι; Μας έφερες και «φάρμακο» πολυτελείας; Να ξέρεις πως σε αγαπώ πολύ. Και να ξέρεις πως γνωρίζω τα ελαττώματά μου….
-Πάλι σουρώσατε; είπε γελώντας η Σουλτάνα. Άντε! Πείτε τα! Πάω στην κουζίνα να ετοιμάσω γλυκά! Σωτήρη: δε θα φύγεις αν δεν πάρεις από τα γιορτινά που θα ετοιμάσω… Εεεε! Σε μια δυο ώρες θα είναι έτοιμα, είπε αφήνοντας την μπουκάλα και το τρενάκι του μικρού δίπλα τους.
-Χα! Λες και θα φύγω…
Πριν αρχίσει να ετοιμάζει τα «γιορτινά», η Σουλτάνα στάθηκε δίπλα στην πόρτα της εισόδου του σπιτιού της. Κοίταξε την εικόνα της Παναγιάς που στεκόταν πάνω από την ξεφτισμένη γωνιά της πόρτας. Κοίταξε στενάχωρα τα λιωμένα κεράκια που θα έπρεπε να είχε πετάξει…
Σε καμιά ώρα είχε ετοιμάσει κουραμπιέδες, μελομακάρονα, κουλουράκια και χαρούμενη τα πήγε στο τραπέζι…
Το παιδί της είχε αρχίσει να ασχολείται με το «παράξενο» δώρο της μάνας του. Σε λιγάκι το παράτησε. Είχε να κάνει και προβατάκια από χαρτί, για να στολίσει τη Φάτνη…
Το κουδούνι χτύπησε.
Ο ζητιάνος ευχήθηκε «χρόνια πολλά, καλή χρονιά» μπαίνοντας μέσα.
Ο Τάκης, ο Σωτήρης, η Σουλτάνα και το παιδί τον υποδέχτηκαν! Μάζεψαν την πατερίτσα του και τον κάθισαν σε μια στολισμένη πολυθρόνα. Ποτήρια και πιάτα που μοσχοβολούσαν στρώθηκαν μπρος του.
Έφαγαν και ήπιαν!
Η βραδιά κύλησε υπέροχα!
Η Παναγιά τούς ευλόγησε!
Η Παναγία έφυγε νωρίς κατά τον χρόνο τους!
Η Παναγία ξαναπήγε στα νοσοκομεία όλου του κόσμου!
Κάπου, στην άλλη άκρη της γης, μια γαλάζια φλόγα γέμιζε τον θάλαμο ενός νοσοκομείου. «Βρίσκομαι όπου με καλεί μια καθαρή καρδιά» είπε σε έναν ρακένδυτο χαμάλη την ώρα που ξεψυχώντας την κοίταζε με λαχτάρα κι απέραντη ευγνωμοσύνη…





