Ακόμη και η καταγραφή της Ιστορίας δεν θα μπορέσει να αποτυπώσει σε ασφαλή βαθμό το πέρασμα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στα πολιτικά πράγματα της χώρας μας. Αγκυλώσεις, σκοπιμότητες και ιδεοληψίες δεν βοηθούν την αντικειμενική προσέγγιση του συνόλου του έργου πολιτικών ηγετών, ακόμη και αν αυτοί συνέδεσαν το όνομα και την παρουσία τους με σημαντικά γεγονότα και κρίσιμες περιόδους του Έθνους. Ο Μητσοτάκης ίσως είναι η πιο ακραία από αυτές τις περιπτώσεις. Με φανατικούς φίλους και φανατικούς εχθρούς, ωσάν να μην πρόκειται για έναν πολιτικό με πρωθυπουργική θητεία, συνεπώς χειροπιαστό αποτέλεσμα που μπορεί ανά πάσα ώρα να κριθεί. Μια θητεία που μπορεί να κριθεί από μόνη της, αλλά και συγκρινόμενη με άλλων μεγάλων ηγετών, τουλάχιστον στη μεταπολιτευτική Ελλάδα.
Πολλά θα ειπωθούν και θα γραφτούν από εδώ και στο εξής για τον αποδημήσαντα. Αυτό όμως που έκανε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη να ξεχωρίζει, ήταν ο καθαρός και σαφής πολιτικός λόγος του, ακόμη κι όταν δεν ήταν αρεστός. Ανέλαβε την Ελλάδα με μόλις μία έδρα πλειοψηφία (151), παρά το σχεδόν 48% που έλαβε στις εκλογές (δείγμα της... δημοκρατικότητας των προκατόχων του), περιγράφοντας τα πραγματικά δεδομένα μιας οικονομίας που λειτουργούσε έως τότε με δανεισμούς, προσλήψεις, γιγαντωμένο δημόσιο τομέα και ασφαλιστικό των δις και τρις εφά(ρ)παξ κάτω από το χαλί. Με την πολιτική του στην κατεύθυνση της εξυγίανσης, να τον ρίχνει τρία χρόνια μετά, και να ακολουθείται εκ νέου η παλαιά επιτυχημένη συνταγή των παροχών, των μαγειρεμένων δεικτών, του τρόπου και όχι του κόπου, της επικοινωνίας και όχι της ουσίας. Με επακόλουθα τα σημερινά μας χαμπέρια.
Με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, που ακόμη και στο Μακεδονικό τόλμησε την ιδέα της διπλής ονομασίας (χλευάστηκε και γι’ αυτό και σήμερα μάς απέμεινε η μονή), κλείνει δυστυχώς ο κύκλος των πολιτικών που δεν φοβόντουσαν να πουν την αλήθεια. Σε έναν λαό, όμως, που φοβόταν να την ακούσει.