Στον απόηχο της εποποιίας του ‘40… *Του Πάρη Παπακανάκη

Στον απόηχο της εποποιίας του ‘40… *Του Πάρη Παπακανάκη

Ας μεταστρέψουμε το γενικευμένο αίσθημα αμηχανίας από την απουσία εορταστικών εκδηλώσεων για την εποποιία του ’40 σε ευκαιρία βαθύτερου στοχασμού. Ίσως μάλιστα η απουσία τυποποιημένων, μεγαλόστομων ή και έντεχνων λόγιων διατυπώσεων λειτουργήσει βοηθητικά σ’ αυτήν την κατεύθυνση, αγαπητοί φίλοι.


Άλλωστε, δεν ήταν ούτε διανοούμενος, ούτε λόγιος ο κυρ-Νίκος Χαραλάμπους από το Μαρτίνο το 1940. Δυο γιούς “ανέστησε”, τον Γιάννη και τον Σταμάτη κι ένας Θεός γνωρίζει την καθημερινή βιοπάλη και τις αγωνίες του για να τα καταφέρει… Όταν όμως η πατρίδα βρέθηκε σε χρεία, τον Οκτώβρη του ’40, τους αποχαιρέτησε “κάνοντας πέτρα” την καρδιά του και τους έδωσε την ευχή του για συντροφιά στις κορφές της Πίνδου. Λίγες ημέρες μετά, ο Γιάννης του έστειλε γράμμα από το μέτωπο, όπου μεταξύ άλλων του ζητούσε τη διεύθυνση του αδερφού του.

Η λιτή απάντηση του πατέρα (βγαλμένη, λες, από στίχους αρχαίας τραγωδίας) είναι πραγματικά συγκλονιστική:

«Παιδί μου,

Μου ζητάς τη διεύθυνση του αδερφού σου.

Σου την γράφω: “Πάνθεον Ηρώων”… [εννοώντας: “ο αδερφός σου σκοτώθηκε”]

Σφίξε την καρδιά σου.

Σε φιλώ ο πατέρας σου.»


Ούτε ήταν απαραίτητο να υπαγορεύσει κάποιος στην κυρα-Ελένη από την Κυπαρισσία την απάντησή της στη μονάδα επιστράτευσης, όταν την ενημέρωσε για τον θάνατο του παιδιού της: «Ο γιος μου Ευάγγελος Ιωάννου Ιωαννίδης σκοτώθηκε στις επιχειρήσεις της Κλεισούρας, με πληροφορήσατε… Παράγγειλα λοιπόν στους τέσσερις ήδη υπηρετούντες Χρήστο, Κώστα, Γεώργιο και Νίκο Ιωάννου Ιωαννίδη να αγωνιστούν με μεγαλύτερη ορμή για τον θάνατον του αδελφού των. Κρατώ σε εφεδρεία άλλους τέσσερις Πάνο, Αθανάσιο, Γρηγόριο και Μενέλαο, Ιωάννου Ιωαννίδη, κλάσεως 1917 και νεοτέρων. Παρακαλώ να προσκληθούν και αυτοί σε περίπτωση ανάγκης της Πατρίδας...».

[ ‘Από το βιβλίο του παλαίμαχου αεροπόρου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου Ηλία Καρταλαμάκη, «Η Αεροπορία στον πόλεμο του ‘40» ]

Και ποιοι τάχα ήταν εκείνοι οι χαλύβδινοι κι ατρόμητοι μαχητές που κατόρθωσαν το αδιανόητο; Ας τους “ψηλαφίσουμε” μέσα από κάποια προσωπικά κείμενά τους:

«Με την πιο μεγάλη συγκίνησι, με την πιο μεγάλη χαρά διάβασα το δελτάριό σας. Με τις συνεχείς μετακινήσεις μας αργούμε πάντοτε να λάβαμε τα γράμματά μας… …Καθένας ξέρει καλά πως κάθε τί μεγάλο δεν επιτυγχάνεται με μικροϋπολογισμούς. Ξέρουμε όλοι ότι πρέπει να δώσουμε κάτι πιο πολύ από τον εαυτό μας. Η σκέψι για το σπίτι, για την μητέρα μας, για κάθε τί δικό μας, φεύγει, χάνεται ολότελα για να προσθέσει δυνάμεις σε ένα δημιούργημα πού φθάνει για εμάς τα όρια τού Θείου… …Πόσο λυπάμαι που σταματώ. Το κεράκι που μου φέγγει, φθάνει στο τέλος του και δεν βλέπω πια να συνεχίσω.

Μετά μεγάλου σεβασμού

Δεκανεύς Ιωάννης Ζαχαρόπουλος»

[ ‘Από το βιβλίο του Μ.Δούνια «ΤΟ ‘40 μέσα από τις επιστολές των πολεμιστών και των αμάχων »]

«…Στον δρόμο κατηφορίζουν σειρές ατέλειωτες στρατιώτες, κατηφορίζουν από τις γραμμές, απ’ το μέτωπο. Αξύριστοι, βρώμικοι, λασπιασμένοι, με σκασμένες μύτες και τα χείλη μουτζαλιασμένα. (…) Το χιόνι τούς έχει πασπαλίσει καλά. Ούτε μιλιά δεν ακούς. Ούτε ωχ. Νέοι. Και όλα προδίδουν μεγάλη εγκαρτέρηση. Ξημέρωσαν ορθοί στις προφυλακές ανάμεσα σε ξέρακες και σε κοτρώνια, ημέρες πολλές ολορθόστητοι και τους έδειρε ανήλεα το χιόνι και η παγωνιά νύχτα μέρα. Σακατεύτηκαν στο τουφεκίδι και στο κανόνι και μόλις πρόλαβαν να βάλουν λίγο κονιάκ ή ξερή σταφίδα στο στόμα τους, βιαστικά…». [Για να ακολουθήσει ένας συγκλονιστικός θρίαμβος της ανθρωπιάς καθώς αποκαλύπτεται ότι είναι η εξιστόρηση ενός περιστατικού με Ιταλούς αιχμαλώτους] «…Στη φάτσα τους είναι χυμένη μια έκφραση ύστατης οδύνης. Με όλα τους παρακαλούν και ικετεύουν. Μοιράζω σ’ αυτούς όσα τσιγάρα έχω. Μένουν ευχαριστημένοι και στα χείλη τους σκάει ένα πικρόγελο. Το ξέρετε το πικρόγελο…».

[ ‘Από το βιβλίο του Στάθη Γκοτσίνα «Πολεμώντας στην Αλβανία»]

«…Σου γράφω μόνο πως πέθανε το καημένο το παιδί μας ευχαριστημένο, γιατί δεν είδε το χάρο. Εκοιμήθηκε από βραδύς στις 9 περίπου με την πεποίθηση πως θα μας ξανάβλεπε πάλι την άλλη μέρα… Και δεν ξαναξύπνησε πια… Ο Λάκης μας δεν ξέρει πώς πέθανε. Εκείνος ξέρει πως κοιμάται και θα κοιμάται αιώνια. Είναι βαρύς ο πόνος. Έχασα τον φίλο μου. Περπατώ και κουβεντιάζω μαζί του, μα δίχως να τον βλέπω…».

[ ‘Από το βιβλίο του Μ.Δούνια «ΤΟ ‘40 μέσα από τις επιστολές των πολεμιστών και των αμάχων »]

Οι μεγαλειώδεις πράξεις δεν έχουν χρεία αναλύσεων, αγαπητοί φίλοι. Ιστορούνται με λιτό και δωρικό λόγο:

Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια

για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι.

Κάτω απ’ τη γλώσσα του κρατεί τους βόγκους και τα ζήτω

κι αν κάνει πως τα τραγουδεί, ραγίζουν τα λιθάρια…

Γιάννης Ρίτσος

Και μια σιωπηρή αλλά αισθαντική κλήση της κεφαλής γίνεται η πιο εκκωφαντική ανάδειξή τους…

Φωτο: Οπλίτες του 16ου Πεζικού Ο.Δ.Σ. (γνωστό ως Βεργιώτικο Σύνταγμα) στα 1940.

Στο ένθετο: Ο 20χρονος Αργυρίου (Αργυριάδης) Γεώργιος, στρατιώτης του εν λόγω συντάγματος, ο οποίος σκοτώθηκε στο χωριό Μπάλι της Αλβανίας, στις 8 Φεβρουαρίου 1941. (Αρχείο Έλσυς Ρέπα)

Εφημερίδα Λαός
ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: Εφημερίδα Λαός - Τοπική Εφημερίδα

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΑΡΘΡΩΝ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ # ΝΕΑ

Σχετικά άρθρα