Γράφει η Αναστασία Πάπαρη Δρ Αρχιτέκτων – Πολεοδόμος
Είναι κοινώς παραδεκτό, πως τα τελευταία χρόνια τα προβλήματα στους ΟΤΑ Α΄ και Β΄ βαθμού έχουν οξυνθεί και πολλοί δήμοι βρίσκονται σε κατάσταση προβληματισμού και ενίοτε αδιεξόδου.
Τούτο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός, πως κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχουν προστεθεί νέα κεφάλαια χωρικής ανάπτυξης, όπως π.χ., οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η κλιματική κρίση, ενώ συνεχίζουν να υφίστανται ήδη χρονίζοντα ζητήματα, τα οποία και αυτά απαιτούν λύσεις, όπως είναι π.χ., η αναγέννηση / αναζωογόνηση ιστορικών κέντρων και υποβαθμισμένων αστικών περιοχών.
Είναι γνωστό, πως τα δύο μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα της χώρας Αθηνών και Θεσσαλονίκης, παρουσιάζουν φαινόμενα εμφανούς αποσυντονισμού, καθώς οι δήμοι, που τα συναποτελούν, έχουν δυσκολία συνεργασίας και αποτελεσματικότητας.
Οι αστικές χωρικές παρεμβάσεις παρουσιάζουν εμφανή αποσπασματικότητα, με άμεση αντανάκλαση στην στρεβλή συνολική ανάπτυξη αυτών των πόλεων. Τούτο συμβαίνει, διότι τα διοικητικά όρια μεταξύ των δήμων είναι τεχνητά, ενώ οι πόλεις οφείλουν να λειτουργούν και να αντιμετωπίζουν τα προβλήματά τους συνολικά και ολιστικά, γεγονός που προϋποθέτει τουλάχιστον συνεργασία και συνέργειες μεταξύ όμορων δήμων.
Ως πρώτο βήμα προτείνω οι ΟΤΑ Α’ βαθμού, μεταξύ αυτών και οι 12 ΟΤΑ του πολεοδομικού συγκροτήματος Θεσσαλονίκης, όπως και οι αντίστοιχοι των Αθηνών, να προσλαμβάνουν πολεοδόμους ως συμβούλους δημάρχων. Διαχωρίζω την ειδικότητα από τους υπαλλήλους των πολεοδομιών ή υπηρεσιών δόμησης, όπου συνήθως εργάζονται αρχιτέκτονες, πολιτικοί μηχανικοί και άλλες ειδικότητες τεχνικών.
Οι πτυχιούχοι πολεοδόμοι πανεπιστημιακών τμημάτων της ημεδαπής ή της αλλοδαπής διαθέτουν μια συνολική εικόνα των πόλεων, καθώς και εξειδικευμένη γνώση για τα αστικά χωρικά θέματα και προβλήματα, τα οποία είναι σε θέση να διαχειριστούν και να δώσουν λύσεις.
Ένα τέτοιο πρόβλημα είναι η λειτουργία του οδικού δικτύου, το οποίο συνήθως αποτελεί διαδημοτικό πρόβλημα στα δύο πολεοδομικά μεγάλα συγκροτήματα της χώρας και μόνο με τη συνεργασία των όμορων δήμων μπορεί να επιλυθεί. Ο τρόπος επίλυσης απαιτεί ευρύτερες γνώσεις λειτουργίας των πόλεων και για τον λόγο αυτό ο / η πολεοδόμος είναι απαραίτητος / η, ως συντονιστής και εισηγητής καινοτόμων λύσεων. Π.χ., το κυκλοφοριακό πρόβλημα προκύπτει από σειρά παραγόντων αστικής ανάπτυξης, όπως π.χ., οι κατανομή των χρήσεων γης στο χώρο, ζήτημα πολεοδομικής φύσης. Επομένως, για μια επίλυση του κυκλοφοριακού προηγείται ο πολεοδόμος και έπεται ο κυκλοφοριολόγος.
Σε μικρότερους και αυτοτελείς δήμους, όπως π.χ., στον Δήμο Βέροιας, υπάρχει μια σειρά ειδικών ζητημάτων, που δεν μπορούν να επιλυθούν, παρά μόνο με την συμβολή του / της πολεοδόμου. Π.χ., το καταρρέον Ιστορικό Κέντρο της πόλης απαιτεί διεπιστημονική προσέγγιση, που μόνο ο / η πολεοδόμος μπορεί να αναγνωρίσει, να οργανώσει και να συντονίσει. Όπως και το ίδιο το κυκλοφοριακό ζήτημα, πολύ έντονο στην πόλη, δεν μπορεί να λυθεί μόνο με τη συμβολή κυκλοφοριολόγου.
Για τον λόγο αυτό προτείνω την υποχρέωση κάθε ΟΤΑ Α’ βαθμού να έχει έναν σύμβουλο πολεοδόμο με άριστη γνώση του δήμου, των προβλημάτων και των δυνατοτήτων του. Αν είναι δυνατόν, να είναι δημότης του ίδιου δήμου, γεγονός, που αυξάνει την υπευθυνότητα για τις προτάσεις, που εισηγείται.
Ομοίως, οι ΟΤΑ Β’ βαθμού (Περιφέρειες), όπου η αναπτυξιακή χωρική διάσταση διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο, απαιτείται ένας σύμβουλος χωροτάκτης, ο οποίος να μπορεί να συμβουλεύει τον Περιφερειάρχη. Ο σύμβουλος αυτός θα πρέπει να διαθέτει την κατάλληλη γνώση και εμπειρία, όπως και την εξοικείωση με τα ιδιαίτερα προβλήματα της Περιφέρειας, στην οποία θα προσφέρει τις υπηρεσίες του. Αν είναι και πολεοδόμος, όπως συμβαίνει συχνά, ακόμη καλλίτερα.
Πληροφορούμαι από τον τύπο, πως ο νέος Κώδικας Τοπικής Αυτοδιοίκησης θα αναφέρεται και στη δημιουργία μητροπολιτικών δήμων. Αυτό θα προσφέρει μεγάλη υπηρεσία στα δύο πολεοδομικά συγκροτήματα Αθήνας και Θεσσαλονίκης, καθώς ελπίζεται, πως θα αναδιανείμει και θα συγκεντρώσει τις αρμοδιότητες, όπου απαιτείται μια ολιστική προσέγγιση των αναπτυξιακών και χωρικών ζητημάτων. Απομένει η τελική επεξεργασία του, η δημόσια διαβούλευση και η ψήφισή του στη Βουλή, κατά πάσα πιθανότητα πριν από τις θερινές διακοπές.
Στην περίπτωση, που ο αναμενόμενος Κώδικας δεν περιλαμβάνει την υποχρεωτική ύπαρξη συμβούλων πολεοδόμων για τους ΟΤΑ Α’ Βαθμού και χωροτακτών για τους ΟΤΑ Β’ Βαθμού, πράγμα πολύ πιθανό, προτείνεται η έκδοση Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ) μεταξύ των υπουργών Εσωτερικών (ΥΠΕΣ) και Περιβάλλοντος (ΥΠΕΝ) που να εισηγείται, σε πρώτη φάση συμβουλευτικά αυτή την λύση, με σκοπό την αποδοτικότερη και βέλτιστη οργάνωση της λειτουργίας και της χωρικής ανάπτυξης των δήμων και περιφερειών της χώρας.
Το παρόν κείμενο προωθείται προς τον τύπο και το Υπουργείο Εσωτερικών (ΥΠΕΣ).
Σημ.: Για τον θόρυβο, που προκλήθηκε αναφορικά με το ΠΔ για την Οριοθέτηση των Οικισμών κάτω των 2.000 κατοίκων, όπως διευκρίνισε ο ΓΓ του υπουργείου Περιβάλλοντος κ. Ευθ. Μπακογιάννης σε δημόσιο τηλεοπτικό κανάλι, αλλά και ο πρόεδρος του ΤΕΕ κ. Γ. Στασινός, αυτό αποτελεί σύνολο Προδιαγραφών για τα νέα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια και τα Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια (ΤΠΣ & ΕΠΣ), που βρίσκονται σε εξέλιξη. Τα σχέδια αυτά θα εξειδικεύουν σε κάθε περιοχή τους κανόνες δόμησης από το 2027 και μετά και αφορούν στη Ζώνη (Γ) και μόνο, δηλαδή στις πλέον διάσπαρτες περιοχές γύρω από τους οικισμούς που εντάχθηκαν στο Σχέδιο από το 1983 και μετά. Προς το παρόν τουλάχιστον, δεν επηρεάζουν την οικοδομική δραστηριότητα σε κανένα μέρος της Επικράτειας. Ασφαλώς και θα υπάρξουν ζυμώσεις, αλλά και διεκδικήσεις στο μέλλον. Θεωρώ κρίσιμη την περίοδο επεξεργασίας αυτών των σχεδίων από τους δήμους μέχρι και το 2027, προθεσμία ολοκλήρωσης του πολεοδομικού σχεδιασμού της χώρας, ενταγμένου στο Ταμείο Ανάκαμψης. Και εδώ, ο ρόλος του / της πολεοδόμου - συμβούλου του δημάρχου κρίνεται παραπάνω από κρίσιμος και αναγκαίος.