Της Αναστασίας Μ. Πάπαρη
Αξιότιμε Κύριε Διευθυντά,
Δεν πέρασε πολύς καιρός από την ‘ρηξικέλευθη’ πρότασή μου, πως στο ΒΔ άκρο του ναού της Παλιάς Μητρόπολης Βεροίας, όπου ανεγείρονταν τα νεόδμητα κτήρια, εφαπτομενικά του ναού, θα πρέπει να βρίσκονται τα θεμέλια του νεότερου βαπτιστηρίου της πόλης.
Στο συμπέρασμα αυτό είχα οδηγηθεί από μια σειρά ακλόνητων τεκμηρίων: α) η Παλιά Μητρόπολη κατέστη επισκοπικός ναός τουλάχιστον από τον 9ο αι. και μετά, διαδεχόμενη τον παλαιότερο επισκοπικό ναό του Αγ. Παταπίου, β) ως επισκοπικός ναός θα έπρεπε οπωσδήποτε να διαθέτει βαπτιστήριο, ακόμη και μετά την καθιέρωση του νηπιοβαπτισμού (περ. 3ος αι.), καθώς υπήρχε πάντοτε η ανάγκη βάπτισης ενηλίκων, γ) η σπουδαιότητα και η φήμη του, όπως προκύπτει από τις πάμπολλες αναφορές στη σχετική διεθνή βιβλιογραφία για τους παλαιοχριστιανικούς ναούς των Βαλκανίων και της Ευρώπης ευρύτερα, δεν θα μπορούσε, παρά να περιλαμβάνει στην αρχιτεκτονική τυπολογία του και βαπτιστήριο, δ) η συνήθης θέση του βαπτιστηρίου, που συνήθως εφάπτεται του ναού, είναι η βορειοδυτική και σε ευθυγράμμιση με την δυτική του πρόσοψη και ε) η μόνη ενδεχόμενη επικοινωνία μεταξύ του βαπτιστηρίου και του ναού ήταν μέσω του νάρθηκα και ποτέ απευθείας με τον κυρίως ναό, γι’ αυτό και στην Παλιά Μητρόπολη υπάρχει πόρτα μεταξύ του (πιθανολογούμενου) βαπτιστηρίου και του (κάποτε διώροφου) νάρθηκα ή πρόναου. Η διέλευση αυτή παραμένει κλειστή μετά τις πρόσφατες εργασίες ανακατασκευής των κοσμικών κτισμάτων της οθωμανικής περιόδου, καθιστώντας αυτά τα κτίσματα ξένα προς την λειτουργία του ναού, ως τόπου λατρείας και ως μνημείου.
Έχω ήδη ζητήσει να επισκεφθώ το εσωτερικό των νέων κτισμάτων και αναμένω να μου δοθεί η σχετική άδεια. Εν τω μεταξύ, βάσιμα πιστεύω πως είναι θέμα χρόνου να προκύψουν και νέα τεκμήρια, ακόμη και με απροσδόκητο τρόπο, που θα συνεισφέρουν καθοριστικά στην αλλαγή κατεύθυνσης της τοπικής Εφορείας Αρχαιοτήτων και του ΥΠΠΟ, ώστε, αναγνωρίζοντας το λάθος τους, να προβούν στις ενδεικνυόμενες ενέργειες, απομακρύνοντας τα κοσμικά κτήρια και ξεκινώντας ανασκαφές για την εύρεση των ιχνών του βαπτιστηρίου.
Ένα απροσδόκητο νέο, που ενισχύει αυτή τη θέση, έρχεται μέσω του enikos.gr. Ο επικεφαλής της ανασκαφικής ομάδας και μέλος του ακαδημαϊκού προσωπικού του τμήματος αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Aksaray Assoc. Δρ. Osman Doğanay δήλωσε στο πρακτορείο ειδήσεων Anadolu, πως τα αρχαία Τύανα ανασκάπτονται εδώ και χρόνια, με σημαντικότερο εύρημα έναν χριστιανικό ναό του 4ου αι. και νομίσματα, που βοηθούν στη χρονολόγησή του. Τα Τύανα ήταν αρχαία πόλη της περιοχής Νίγδης της Καππαδοκίας, ενώ πιθανολογείται ως τόπος καταγωγής του Απολλώνιου του Τυανέως.
Η αρχαία πόλη των Τυάνων όπου εντοπίστηκε το βαπτιστήριο (enikos.gr)
Ο καθηγητής Doğanay δηλώνει ενθουσιασμένος με το εύρημα του βαπτιστηρίου δίπλα στον αρχαίο ναό. Πρόκειται για ένα καλά διατηρημένο κτίσμα, ηλικίας άνω των 1500 ετών, με αψίδα, ψηφιδωτά δάπεδα και κεντρικά τοποθετημένη κολυμβήθρα. Εκτιμάται, πως το βαπτιστήριο ήταν μέρος μιας πολύ μεγαλύτερης και πιο σύνθετης εκκλησιαστικής δομής. Πράγματι, από άλλα επισκοπικά συμπλέγματα του χριστιανικού κόσμου γνωρίζουμε, πως οι επισκοπικοί ναοί διέθεταν σύνθετη κτιριολογική δομή, καθώς πέρα από την τυπολογική συνθετότητα του κυρίως ναού (τρίκλιτη ή πεντάκλιτη βασιλική με ή χωρίς τρούλο), διέθεταν επισκοπείο, πρόθεση και διακονικό στον αύλειο χώρο, πριν μετακομίσουν αυτά εκατέρωθεν του Ιερού Βήματος, κλειστό περίβολο ενίοτε με περιμετρική στοά, πρόπυλο εισόδου στον περίβολο και φιάλη.
Η μεγάλη διαφορά μεταξύ του τρόπου χειρισμού ενός βαπτιστηρίου, ακόμη και πιθανολογούμενου, μεταξύ ημών και των Τούρκων αρχαιολόγων, έγκειται στο γεγονός, πως οι μεν Τούρκοι δηλώνουν ενθουσιασμένοι και ανυπόμονοι να ολοκληρώσουν τις ανασκαφές και να ξεκινήσουν μια ‘προσεκτική διαδικασία αποκατάστασης’, όπως δηλώνουν, ενώ εμείς επιδείξαμε τέλεια αδιαφορία για την πιθανότητα ύπαρξης του βαπτιστηρίου στον επισκοπικό ναό μας, την Παλιά Μητρόπολη, αγνοώντας επιδεικτικά τις περί του αντιθέτου φωνές.
Και όχι μόνο αυτό. Ελαφρά τη καρδία κατασκευάσαμε νέα, κοσμικά κτήρια χαμηλής μορφολογικής αξίας στην ίδια θέση, μιμούμενοι την μορφολογία της μεταγενέστερης οθωμανικής περιόδου, όταν μάλιστα είναι εύκολα αντιληπτό, πως επρόκειτο εξαρχής για αυθαίρετα κτίσματα κάποιων μεγαλοσχημόνων του δυναστικού καθεστώτος, προσκολλημένα στο κορυφαίο μνημείο, όταν αυτό είχε περιπέσει σε αχρησία. Τα κτίσματα αυτά, επιλεγμένα από μια σειρά απαλλοτριωμένων κτισμάτων εν σειρά, που κατεδαφίστηκαν, δεν διαθέτουν τίποτε μοναδικό προς διατήρηση, ενώ η άποψη για τη διατήρησή τους ως ‘κτίσματα συνοδείας’ δεν ευσταθεί, όταν πρόκειται για κορυφαίο εκκλησιαστικό μνημείο των Βαλκανίων αφενός και αφετέρου για κοινά οθωμανικά κτίσματα, όμοια των οποίων υπάρχουν κατά εκατοντάδες στη Βέροια και σε άλλα ιστορικά κέντρα της Βόρειας Ελλάδας. Άλλωστε και μόνο η ύπαρξη του μιναρέ, συντηρημένου ταυτόχρονα, καταδεικνύει την πορεία της πόλης και του μνημείου στο χρόνο και δεν χρειαζόταν και αυτά τα κτίσματα να υπομιμνήσκουν τον ξένο ζυγό. Είναι πλεονασμός, μια υπερβολή σε βάρος του μνημείου στις καλλίτερες στιγμές του, την παλαιολόγεια εποχή του, που, δυστυχώς, δεν διακρίνεται πλέον.
Όπως έχω ξαναπεί, η πρώτη, εύκολη και οικονομικά προσιτή ενέργεια θα ήταν η γεωδιασκόπηση για τον εντοπισμό των θεμελίων του βαπτιστηρίου. Στην περίπτωση εντοπισμού τους, θα ακολουθούσε η ανασκαφή, με ταυτόχρονη ματαίωση κάθε νέας κατασκευής στην ίδια θέση.
«Αυτό το βαπτιστήριο αποτελεί μια σπάνια και πολύτιμη μαρτυρία της παλαιοχριστιανικής αρχιτεκτονικής στην περιοχή», σημειώνει ο Τούρκος καθηγητής. Ο χώρος, που κάποτε φιλοξενούσε περίπου 35.000 κατοίκους, χρησίμευε ως θρησκευτικό και κοινοτικό κέντρο ζωτικής σημασίας για την πόλη και την ευρύτερη περιοχή.
Το σημείο των ανασκαφών στο βαπτιστήριο στα Τύανα της Τουρκίας (enikos.gr)
Οι Τούρκοι αρχαιολόγοι χαρακτηρίζουν το βαπτιστήριο στα Τύανα ‘σπάνιο και πολύτιμο’, ασφαλώς από αρχαιολογικής και μόνο πλευράς. Εμείς, με ποια συναισθήματα θα έπρεπε να αναζητήσουμε το βαπτιστήριο του δικού μας δόγματος; Γιατί αγνοήσαμε επιδεικτικά τη θέση που υποδείχθηκε από την γράφουσα και επιμείναμε τόσο απόλυτα στην κατασκευή των νέων κτηρίων στην ίδια θέση; Κατεδάφιση των κοσμικών κτηρίων; Ναι, όταν αυτό που βρίσκεται στο υπέδαφός τους είναι σημαντικότερο από τα ίδια τα κοσμικά κτήρια. Υπάρχει κάποια αμφιβολία, πως τα θεμέλια του βαπτιστηρίου είναι πιο σημαντικά από τα αδιάφορα μορφολογικά, κοσμικά κτίσματα της οθωμανικής περιόδου;
Οι αρχαιολογικές εργασίες θα συνεχιστούν μέχρι το τέλος της ανασκαφικής περιόδου του 2025 και εν συνεχεία θα ξεκινήσουν οι εργασίες αποκατάστασης του βαπτιστηρίου (enikos.gr)
Αυτήν άλλωστε την πρακτική προτείνει το ICOMOS στη Χάρτα του για την Ανάλυση και την Δομική Αποκατάσταση της Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς της UNESCO – ICOMOS, άρθρο 3.11: «Οι διακριτές ποιότητες της κατασκευής και του περιβάλλοντός της, στην αρχική ή τις αρχικές φάσεις της, δεν θα πρέπει να καταστρέφονται» και 3.12: «Κάθε επέμβαση θα πρέπει, κατά το δυνατόν, να σέβεται την ιδέα, τις τεχνικές και την ιστορική αξία της αρχικής ή των αρχικών φάσεων της κατασκευής και να αφήνει αποδεικτικά στοιχεία, που να μπορούν να αναγνωρισθούν στο μέλλον».
Έτσι διορθώνονται και οι στρεβλώσεις των πολλών τελευταίων χρόνων, για το πώς αντιλαμβανόμαστε την διαφορετικότητα και πώς ενσωματώνουμε στην πόλη την ‘πολυ-πολιτισμικότητα’, με απώτερο στόχο την επίτευξη της ‘δια-πολιτισμικότητας’. Με ανεκτικότητα ναι, αλλά όχι σε βάρος της κρατούσας πολιτισμικής άποψης, εν προκειμένω του ελληνορθόδοξου δόγματος. Με ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας και συν-δημιουργίας ναι, όχι όμως με αλλοτρίωση μέχρι παραμορφώσεως….
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία,
*Δρ Αρχιτέκτων και Πολεοδόμος / Urban Designer
Dipl., MSc, M. Phil., PhD
Εμπειρογνώμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης
για τις Πολιτιστικές Πρωτεύουσες της Ευρώπης
anastpapa@teemail.gr,
ecoc2021@gmail.com