Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα ξοδεύει το 3,9% του ΑΕΠ για επενδύσεις στην εκπαίδευση, έναντι 4,7% του μέσου όρου, οι σκληρές αλήθειες για το σχολείο και το πανεπιστήμιο.
Άσχημα είναι τα μαντάτα για την εκπαίδευση στην χώρα μας καθώς σύμφωνα η ετήσια έκθεση του ΟΟΣΑ αναδεικνύει τις σημαντικές υστερήσεις στη χρηματοδότηση του εκπαιδευτικού συστήματος. Χαρακτηριστικό το ρεπορτάζ της Κωνσταντίνας Ντουντούμη, στα dikaiologitika.gr:
«Τα στοιχεία της έκθεσης Education at a Glance 2025, δείχνουν ότι, παρά τις αυξανόμενες ανάγκες για αναβάθμιση της ποιότητας σπουδών, βελτίωση των υποδομών και ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού, η χώρα μας εξακολουθεί να δαπανά πολύ λιγότερα από τον μέσο όρο των χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης.
Δαπάνες ανά μαθητή και φοιτητή
Τα στατιστικά στοιχεία αποκαλύπτουν ότι υπολειπόμαστε ως προς τις δαπάνες ανά μαθητή. Στην πρωτοβάθμια έως και μεταδευτεροβάθμια μη τριτοβάθμια εκπαίδευση, οι ετήσιες δαπάνες φθάνουν τα 6.420 (5.418,22 ευρώ) δολάρια ανά μαθητή. Το ποσό αυτό την τοποθετεί στην κατώτερη κλίμακα του ΟΟΣΑ, όπου η διακύμανση ξεκινά από κάτω από 2.000 δολάρια και ξεπερνά τα 27.000 δολάρια σε ορισμένες χώρες. Πρόκειται για το δεύτερο χαμηλότερο ποσό από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναφέρονται στην έκθεση. Η Ρουμανία είναι η μοναδική που βρίσκεται κάτω από την Ελλάδα.
Ακόμα πιο έντονη είναι η απόκλιση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ενώ ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ αγγίζει τα 15.102 δολάρια ανά φοιτητή, στην Ελλάδα οι δαπάνες περιορίζονται μόλις στα 4.497 δολάρια (3.795,45 ευρώ). Αυτό σημαίνει ότι η χώρα μας επενδύει λιγότερο από το ένα τρίτο του μέσου όρου, γεγονός που έχει επιπτώσεις τόσο στην ποιότητα σπουδών όσο και στην ερευνητική δραστηριότητα των πανεπιστημίων. Βέβαια, σημειώνεται ότι από το 2015 έως το 2022, η δαπάνη ανά μαθητή αυξήθηκε ελαφρώς (6.256 → 6.370 δολ. - 5.375,89 ευρώ), αλλά το μερίδιο της εκπαίδευσης στον προϋπολογισμό μειώθηκε (6,2% → 5,9%).
Η Ελλάδα επιμένει στις διαχρονικά χαμηλές δαπάνες για την Παιδεία
Η υστέρηση δεν περιορίζεται στα απόλυτα ποσά. Σε σχέση με την οικονομική δυνατότητα της χώρας, η Ελλάδα επενδύει στην εκπαίδευση μόλις 3,9% του ΑΕΠ, έναντι 4,7% στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Με άλλα λόγια, η εκπαίδευση δεν κατέχει την ίδια βαρύτητα στις δημόσιες δαπάνες όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες. Η μειωμένη προτεραιότητα της εκπαίδευσης φαίνεται επίσης στο μερίδιο των δαπανών της στο σύνολο του κρατικού προϋπολογισμού. Ενώ το 2015 το ποσοστό ανερχόταν στο 6,2%, το 2022 είχε υποχωρήσει στο 5,9%. Στον ΟΟΣΑ, αντίθετα, η εκπαίδευση απορροφά κατά μέσο όρο 10,1% των δημόσιων δαπανών.
Στην Ελλάδα, οι κυβερνήσεις καλύπτουν 78,3% της χρηματοδότησης της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, ποσοστό πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (90,1%). Στην προσχολική εκπαίδευση, η δημόσια συμβολή φτάνει το 80,2%, ενώ στην τριτοβάθμια ανέρχεται στο 78,3%. Παρά το γεγονός ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση χρηματοδοτείται περισσότερο από το κράτος σε σχέση με τον μέσο όρο (71,9%), το συνολικό ύψος των δαπανών παραμένει εξαιρετικά χαμηλό.
Στο προσχολικό επίπεδο, οι δημόσιες δαπάνες στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 16,6 % μεταξύ 2015 και 2022. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην αύξηση κατά 11,7 % του αριθμού των εγγεγραμμένων παιδιών. Ως αποτέλεσμα, οι δημόσιες δαπάνες ανά παιδί αυξήθηκαν κατά 4,4 %, σε σύγκριση με μέση αύξηση 24 % σε ολόκληρο τον ΟΟΣΑ από το 2015.
Τα προαναφερθέντα στοιχεία μόνο ευοίωνα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν για μια χώρα που επιμένει να «πανηγυρίζει» ότι όλα βαίνουν καλώς στην Εκπαίδευση. Ας μην γελιόμαστε, το χαμηλότερο επίπεδο δημόσιας χρηματοδότησης στην Παιδεία δεν είναι αμελητέο αλλά αντιθέτως επιβαρύνει τις οικογένειες, ιδιαίτερα σε βαθμίδες όπως η προσχολική εκπαίδευση. Η εικόνα που προκύπτει από τα στοιχεία του ΟΟΣΑ είναι σαφής και δεν επιδέχεται ωραιοποιήσεων.
Μπορεί η υπουργός Παιδείας τον περασμένο Ιούνιο να δήλωνε από το βήμα της Βουλής «ότι στα ζητήματα της Παιδείας, η Ελλάδα του 2025 δεν έχει την παραμικρή σχέση με την Ελλάδα που παραλάβαμε το 2019 σχολείο με σχεδιασμό και θεσμική συνέχεια, ανοιχτό, ασφαλή και δημιουργικό χαρακτήρα στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Ένα σχολείο που δεν εξαρτά τη στήριξη των μαθητών από τη διαθεσιμότητα της εκάστοτε στιγμής. Δημόσια εκπαίδευση που στηρίζεται σε σταθερούς μηχανισμούς, διαφανείς διαδικασίες και ανθρώπους παρόντες εκεί που χρειάζονται» όμως η έρευνα του ΟΟΣΑ φέρνει στο «φως» την αθέατη όψη της υποχρηματοδότησης της εκπαίδευσης.
Υπό το πρίσμα της διαχρονικής υποχώρησης της εκπαίδευσης στην ιεράρχηση του κρατικού προϋπολογισμού εύλογα εντείνονται οι ανησυχίες εκπαιδευτικών αλλά και γονιών για τη δυνατότητα του εκπαιδευτικούς συστήματος να ανταποκριθεί στις ανάγκες του μέλλοντος.
Λιγότερες ώρες μαθημάτων και διπλάσιες διακοπές στο ελληνικό σχολείο
Στην Ελλάδα, οι μαθητές παρακολουθούν 718 ώρες υποχρεωτικής διδασκαλίας ετησίως στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και 791 ώρες στην κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το ποσοστό αυτό είναι χαμηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, που είναι 804 ώρες στην πρωτοβάθμια και 909 ώρες στην κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οι σχολικές διακοπές στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση διαρκούν 16,8 εβδομάδες ετησίως στην Ελλάδα (συνολικά όλες οι διακοπές), σε σύγκριση με 13,5 εβδομάδες σε ολόκληρο τον ΟΟΣΑ. Το 41% του χρόνου διδασκαλίας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση αφιερώνεται στα μαθηματικά και στην ανάγνωση, τη γραφή και τη λογοτεχνία, ποσοστό που μειώνεται στο 37% στην κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Συγκριτικά, ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι το 41% του χρόνου διδασκαλίας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και το 27% στην κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση να αφιερώνεται σε αυτά τα βασικά μαθήματα. Σε ολόκληρο τον ΟΟΣΑ, ο μέσος αριθμός μαθητών ανά τάξη στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση δεν έχει αλλάξει από το 2013 και ανέρχεται σε 20,6 μαθητές. Στην Ελλάδα, ο μέσος αριθμός μαθητών ανά τάξη στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση το 2023 ήταν 16,9 μαθητές, μειωμένος κατά 0,3 από το 2013. Ο αριθμός των υποχρεωτικών ωρών διδασκαλίας επηρεάζει το κόστος των μισθών των εκπαιδευτικών, καθώς επηρεάζει τον αριθμό των εκπαιδευτικών που απαιτούνται, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, όπως το μέγεθος της τάξης και ο χρόνος διδασκαλίας των εκπαιδευτικών.
Υποαμειβόμενοι οι εκπαιδευτικοί
Από το 2015, οι πραγματικοί μέσοι μισθοί των δασκάλων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν αυξηθεί κατά μέσο όρο κατά 14,6% σε ολόκληρο τον ΟΟΣΑ. Στην Ελλάδα, αυξήθηκαν κατά 1,4% το 2024. Οι ανταγωνιστικοί μισθοί μπορούν να κάνουν το επάγγελμα του εκπαιδευτικού πιο ελκυστικό, ιδίως δεδομένου ότι σε πολλές χώρες οι εκπαιδευτικοί κερδίζουν λιγότερα από άλλους εργαζόμενους με τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στην Ελλάδα, οι πραγματικοί μισθοί των δασκάλων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι κατά 31% χαμηλότεροι από εκείνους των εργαζομένων με τριτοβάθμια εκπαίδευση, πλήρους απασχόλησης και ολόκληρου έτους, σε σύγκριση με ένα μέσο όρο 17% χαμηλότερο σε ολόκληρο τον ΟΟΣΑ. Ωστόσο, η αύξηση των μισθών των εκπαιδευτικών μπορεί να αποτελεί οικονομική πρόκληση, καθώς το κόστος προσωπικού αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών για την εκπαίδευση.
Η υψηλή κινητικότητα των εκπαιδευτικών μπορεί να ασκήσει πρόσθετη πίεση στην πρόσληψη, ενώ η πολύ χαμηλή κινητικότητα μπορεί να περιορίσει την ανανέωση του εκπαιδευτικού προσωπικού. Στις περισσότερες χώρες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, μεταξύ 1 % και 3 % των εκπαιδευτικών συνταξιοδοτούνται κάθε χρόνο. Ωστόσο, το ποσοστό των εκπαιδευτικών που εγκαταλείπουν το επάγγελμα για λόγους άλλους από τη συνταξιοδότηση ποικίλλει σε μεγαλύτερο βαθμό, κυμαινόμενο από σχεδόν μηδέν σε ορισμένες χώρες έως σχεδόν 10 % σε άλλες. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών με χαμηλή κινητικότητα, με 2,6 % των εκπαιδευτικών να συνταξιοδοτούνται και 0,1 % να παραιτούνται κάθε χρόνο.
Για απόφοιτους και πτυχιούχους
Εξίσου ενδιαφέροντα είναι τα στοιχεία για τους λοιπούς δείκτες εκπαίδευσης. Ειδικότερα, βάσει των στοιχείων του ΟΟΣΑ έχει σημειωθεί στη χώρα μας πρόοδος στη μείωση του ποσοστού των νέων ενηλίκων χωρίς απολυτήριο ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το 7% του 2024 είναι σημαντική βελτίωση σε σχέση με το 13% του 2019 και δείχνει ότι η φοίτηση στο λύκειο έχει παγιωθεί ως «ελάχιστη βάση» για τη νέα γενιά. Ωστόσο, το πρόβλημα της ανεργίας εξακολουθεί να βαραίνει δυσανάλογα τους νέους, ακόμη και τους πτυχιούχους. Ενώ στον ΟΟΣΑ οι πτυχιούχοι έχουν ποσοστό ανεργίας μόλις 4,9%, στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό παραμένει στο υψηλό 12,3%. Το γεγονός αυτό αποκαλύπτει ότι το πτυχίο, αν και αναγκαίο, δεν είναι από μόνο του επαρκές για επαγγελματική αποκατάσταση στη χώρα μας.
Ειδικότερα, κατά μέσο όρο σε ολόκληρο τον ΟΟΣΑ, το 12,9% των οικονομικά ενεργών νέων ενηλίκων (ηλικίας 25-34 ετών) χωρίς απολυτήριο ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι άνεργοι, σε σύγκριση με το 6,9% εκείνων που έχουν απολυτήριο ανώτερης δευτεροβάθμιας ή μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Όσοι συνεχίζουν τις σπουδές τους και αποκτούν τριτοβάθμιο τίτλο σπουδών παρουσιάζουν σχετικά μικρότερη περαιτέρω μείωση της ανεργίας, με 4,9% των νέων ενηλίκων με τριτοβάθμια εκπαίδευση να είναι άνεργοι κατά μέσο όρο σε ολόκληρο τον ΟΟΣΑ. Το μοτίβο αυτό είναι παρόμοιο στην Ελλάδα (αν και σε υψηλότερο επίπεδο): το 24,2% των νέων ενηλίκων χωρίς απολυτήριο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι άνεργοι, σε σύγκριση με το 16,2% των νέων με απολυτήριο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση χωρίς πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και το 12,3% των νέων με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
Κατά μέσο όρο, τα άτομα με μεταπτυχιακό ή ισοδύναμο τίτλο σπουδών έχουν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης και εισοδήματα από όσους έχουν πτυχίο ή ισοδύναμο τίτλο σπουδών. Ωστόσο, το ποσοστό των νέων ενηλίκων (25-34 ετών) που αποκτούν μεταπτυχιακό ή ισοδύναμο τίτλο σπουδών ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, κυμαινόμενο από 1% έως 39% το 2024. Στην Ελλάδα, το 13% των ατόμων ηλικίας 25-34 ετών κατέχει μεταπτυχιακό ή ισοδύναμο τίτλο σπουδών, ποσοστό που είναι χαμηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, ο οποίος ανέρχεται σε 16%. Αυτό αντιπροσωπεύει αύξηση σε σχέση με το 2019, όταν το ποσοστό αυτό ήταν 9%.Εδώ γεννάται το ερώτημα: πρόκειται για στρατηγική επένδυση στη γνώση ή για μια αναγκαστική προσπάθεια των νέων να βελτιώσουν τις πιθανότητες απασχόλησής τους σε μια δύσκολη αγορά εργασίας;
Προσχολική αγωγή
Τα εκπαιδευτικά συστήματα πρέπει να προσαρμοστούν στις αλλαγές στον αριθμό των παιδιών, επεκτείνοντας ή μειώνοντας ανάλογα την προσφορά. Σε πολλές χώρες, ο πληθυσμός των παιδιών ηλικίας 0-4 ετών μεταβλήθηκε σημαντικά μεταξύ 2013 και 2023 και προβλέπεται να μεταβληθεί περαιτέρω έως το 2033. Η Ελλάδα σημείωσε μείωση κατά 25 % στον αριθμό των παιδιών ηλικίας 0-4 ετών και προβλέπεται να σημειώσει μείωση κατά 11 % μεταξύ 2023 και 2033.
Το ποσοστό των μαθητών της κατώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που είναι τουλάχιστον δύο χρόνια μεγαλύτεροι από την αναμενόμενη ηλικία για την τάξη τους ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, κυμαινόμενο από σχεδόν μηδέν σε ορισμένες χώρες έως πάνω από 10 % σε άλλες. Στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό βρίσκεται στο μέσο όρο της κατανομής του ΟΟΣΑ το 2023, στο 4,6%.
Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η εικόνα είναι διπλή. Από τη μια πλευρά, η είσοδος όλων των πρωτοετών σε προγράμματα bachelor δείχνει συγκέντρωση σε κλασικές πανεπιστημιακές σπουδές και όχι σε εναλλακτικές διαδρομές, όπως η επαγγελματική εκπαίδευση. Από την άλλη, η σημαντική παρουσία των STEM (30% των αποφοίτων) υποδηλώνει ότι η Ελλάδα προσπαθεί να προσαρμοστεί στις διεθνείς τάσεις για επιστημονικές και τεχνολογικές δεξιότητες. Ενδιαφέρον έχει και η σταθερή υπεροχή των γυναικών στους πρωτοετείς (55%), η οποία δείχνει θετική ισορροπία αλλά ίσως και απόκλιση μετέπειτα, στην επαγγελματική πορεία, αν ληφθούν υπόψη τα υψηλά ποσοστά ανεργίας των νέων.
Για τα πανεπιστήμια
Αμφιλεγόμενα είναι τα στοιχεία για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ο μέσος λόγος φοιτητών προς ακαδημαϊκό προσωπικό ποικίλλει ανάλογα με τον τύπο του ιδρύματος. Σε πολλές χώρες, τα ιδρύματα με έντονο ερευνητικό χαρακτήρα, τα οποία ορίζονται ως εκείνα με περισσότερους από τρεις διδάκτορες ανά 100 αποφοίτους, τείνουν να έχουν χαμηλότερη αναλογία φοιτητών προς προσωπικό σε σύγκριση με εκείνα που έχουν μικρότερο ποσοστό διδακτόρων. Αυτό δεν ισχύει στην Ελλάδα, όπου τα ιδρύματα με έντονο ερευνητικό χαρακτήρα έχουν κατά μέσο όρο 40 φοιτητές ανά μέλος του ακαδημαϊκού προσωπικού, σε σύγκριση με 36 φοιτητές ανά μέλος του ακαδημαϊκού προσωπικού στα ιδρύματα με μικρότερο ποσοστό διδακτόρων. Οι χώρες χρησιμοποιούν μια σειρά συστημάτων εισαγωγής στα δημόσια ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αυτά ποικίλλουν ως προς το αν η εισαγωγή είναι ανοιχτή ή επιλεκτική και ως προς το αν οι αιτήσεις υποβάλλονται απευθείας στα ιδρύματα ή σε έναν κεντρικό φορέα. Στην Ελλάδα, η εισαγωγή είναι επιλεκτική. Οι υποψήφιοι υποβάλλουν τις αιτήσεις τους σε έναν κεντρικό φορέα. Παράλληλα, η χώρα δεν αξιοποιεί επαρκώς τη διεθνή κινητικότητα φοιτητών, με τον αριθμό των ξένων φοιτητών να μειώνεται, ενώ σε άλλες χώρες του ΟΟΣΑ αυξάνεται.
Συμπερασματικά, η Ελλάδα έχει κάνει βήματα προόδου όσον αφορά την πρόσβαση στην εκπαίδευση και την εκπαιδευτική επίτευξη των νέων, αλλά εξακολουθεί να υστερεί σημαντικά σε χρηματοδότηση, ποιότητα, απασχολησιμότητα. Πρόκειται για πρόοδο με «αστερίσκους», που απαιτεί στρατηγική συνέχεια και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Η πρόκληση είναι διττή, να συνεχιστεί η αύξηση των εκπαιδευτικών επιτευγμάτων και ταυτόχρονα να ενισχυθούν οι πόροι, η ποιότητα και η στρατηγική σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Χωρίς στοχευμένες και συνεπείς επενδύσεις, η πρόοδος κινδυνεύει να μείνει ημιτελής και η Ελλάδα να παραμείνει ουραγός σε σύγκριση με τον διεθνή μέσο όρο.
Πηγή: Dnews