Επιμέλεια: Απόστολος Ιωσηφίδης
[εισαγωγικό σημείωμα του επιμελητή της αναδημοσίευσης: Τον Αύγουστο του 1936 ο Νίκος Σφενδόνης, δημοσιογράφος και εκδότης του «Μακεδονικού Ημερολογίου», παραθερίζει στο Μεγάλο Καραμπουρνού. Ο «ἀγροτικὸς διανομεὺς» τον προσεγγίζει «παρὰ θῖν᾿ ἁλὸς» και του επιδίδει προσκλητήριο τηλεγράφημα για τους ομαδικούς γάμους του Δεκαπενταυγούστου στο Σέλι.
Ο Σφενδόνης ανταποκρίνεται ασμένως και όταν επιστρέφει στην Θεσσαλονίκη καταγράφει, σε 5 συνεχόμενα φύλλα (από την Κυριακή 23 έως και την Πέμπτη 27 Αυγούστου 1936) της εφημερίδας «Τὸ Φῶς», τις εντυπώσεις του από την μετάβαση και την διαμονή του στο Σέλι.
Όσα ακριβώς συνέλαβε και ιχνογράφησε η έμπειρη πένα του Ν. Σφενδόνη και ό,τι αποτύπωσε ο φακός ο δικός του και του συνοδού του πρωτοπόρου φωτογράφου της Βέροιας Φίλιππου Χατζηνικολάου, αναδημοσιεύονται στο σημερινό και στα επόμενα φύλλα του «Λαού»: σε 5, πανομοιότυπες των αρχικών, συνέχειες (με μόνη προσθήκη, σε κάθε μια από αυτές, ενός αυθαίρετου, εντός αγκυλών, τίτλου, που αποδίδει, περίπου, το περιεχόμενό της), και σε ένα ακροτελεύτιο επίμετρο, που «αποκαλύπτει» τους νεονύμφους του 1936 και -πιθανότατα- ορισμένους (επωνύμους) από τους συμμετέχοντες στις γαμήλιες πομπές.]
Α΄
{από το Καραμπουρνού στη Γραμμένη}
Ὁ ἀγροτικὸς διανομεὺς ἦλθε ὡς τὴ θάλασσα μὲ τὸ ποδήλατο γιὰ νὰ μᾶς φέρῃ τὸ τηλεγράφημα τὴν ὥρα ποὺ ἐκολυμβοῦσα. Εἰς τὸ Σέλι δώδεκα γάμοι βλάχικοι[1]. Ἔτσι ἔλεγε τὸ τηλεγράφημα, κι᾿ αὐτὸ ἐσήμαινε ὅτι σὲ δυὸ μέρες, ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης ἐκεῖ ἔξω στὴν ἀκρογιαλιὰ τοῦ Μεγάλου Καραμπουρνοῦ, ἔπρεπε ν᾿ ἀνεβῶ εἰς τὸ ὕψος τῶν χιλίων πεντακοσίων μέτρων. Εἰς τὴς κορυφὲς τοῦ Βερμίου.
Ἡ φήμη τοῦ ὡραιοτάτου ὄρους, ἡ πληροφορίες μου[2] γιὰ τὸ ἐνδιαφέρον ποὺ ἔχουν οἱ ὁμαδικοὶ γάμοι ποὺ γίνονται ἐκεῖ τὴν ἡμέρα τῆς Παναγίας καὶ ἡ προσδοκία τῆς καλῆς συντροφιᾶς Βερροιωτῶν καὶ Ναουσσαίων φίλων στὸ ταξεῖδι μὲ ἔκαναν ν᾿ ἀφήσω μὲ εὐχαρίστησι τὸν ἀφρὸ τῆς θάλασσας καὶ νὰ πάρω τὸ βαρὺ ἐπανοφώρι γιὰ τὴς κρύες κορυφὲς τοῦ Βερμίου.
**
Πάντοτε, τὸ καλοκαίρι, μπορεῖ νὰ χαρῇ κανεὶς ἐκεῖ ἐπάνω τὸν καθαρὸ ἀέρα, μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς. Ἀλλὰ τὸ Δεκαπενταύγουστο ἡ μονοτονία τῆς διαμονῆς σ᾿ ἕνα γαλήνιο περιβάλλον ποικίλλεται ἀπὸ τὴν ἐνθουσιαστικὴν ἐκδήλωσιν ἑνὸς πανηγυριοῦ ἀπὸ τὰ καλύτερα τῆς Ἑλλάδος. Ἕνας συνδυασμὸς θρησκευτικοῦ πανηγυριοῦ, μὲ τὴν καλύτερη ἐκδήλωσιν χαρᾶς τῆς κοινωνικῆς ζωῆς τῶν Βλάχων, τὸν γάμον.
Καὶ εἶναι γνωστὸν εἰς ὅλους, ἐκ φήμης, πόσον οἱ βλάχικοι γάμοι γιορτάζονται μὲ μεγαλοπρέπειαν. Τὸ χωριό, ἐκεῖ ἐπάνω, τὸ Σέλι – Κάτω Βέρμιον – εὑρίσκεται ὅλον τὸν χειμῶνα σὲ νάρκην, σκεπασμένο μὲ βαρύτατο στρῶμα χιονιοῦ. Δυὸ τρεῖς ἄνθρωποι μόνον ζοῦν ἐκεῖ. Οἱ φύλακες. Οἱ κάτοικοι ὅλοι σκορπίζονται εἰς τὰ χωριὰ τοῦ κάμπου γιὰ τὶς κτηνοτροφικὲς ἀσχολίες των, γιὰ τὰ ἀγώγια, γιὰ τὰ ὑφαντά.
Μόλις ἀρχίσουν νὰ κελαηδοῦν τὰ ἀηδόνια, ἀπὸ διάφορα σημεῖα τοῦ μακεδονικοῦ κάμπου ξεκινοῦν καραβάνια ὁλόκληρα, ἄνθρωποι καὶ ἄλλα ζωντανά, γιὰ νὰ μείνουν τὸ καλοκαίρι εἰς τὸ ὀρεινὸ χωριό. Κάτι ὅμοιο μὲ τὸν γυρισμὸ τῶν πουλιῶν στὴς παλιὲς φωληές των. Ἀλήθεια, ἔτσι ἀνοίγουν τὰ σπίτια τὸ καλοκαίρι εἰς τὸ Σέλι. Σἄν φυλακές[3]. Κι᾿ ὅποιοι πᾶνε ἐνωρίτερα στὴς φωληές των, ἄνθρωποι ἢ πουλιά, καλωσορίζουν τοὺς ἄλλους ποὺ θ᾿ ἄρθουν ἀργότερα. Γεμίζουν τὰ καφενεῖα ἀπὸ ἄνδρες. Κι᾿ ἀρχίζουν ν᾿ ἀκούωνται τὰ ζάρια καὶ τὰ πούλια στὸ τάβλι στὸ καφενεῖο καὶ οἱ ἀργαλειοὶ τῶν γυναικῶν στὰ σπίτια. Πλαίσιο στὸ ἁπλὸ χωριὸ εἶναι τὰ κοπάδια τῶν κατσικιῶν καὶ τῶν προβάτων ποὺ βόσκουν στὴς γύρω κορυφές, τὰ ἔλατα, οἱ κερασιές, οἱ ὀξυές, οἱ κρανιές. Ἀτμόσφαιρα γιὰ ὅλους ἡ ἴδια. Μυρωμένη ἀπὸ θυμάρι. Κι᾿ ἀπὸ κάθε εἶδος μυροβόλου φυτοῦ. Ζωὴ μονότονη, ἀλλὰ ζωή. Τὴν μονοτονία τὴν κόβουν οἱ γιορτές τοῦ Δεκαπενταύγουστου. Εἶναι οἱ πιὸ ἐπίσημες, ἴσως οἱ μόνες, γιορτὲς τῶν Βλάχων. Κάτι τὸ βιβλικὸ συντελεῖται τὴς μέρες ἐκεῖνες ἐκεῖ ἐπάνω. Τὰ αὐστηρά, τὰ πατριαρχικὰ ἔθιμα τῆς κοινωνίας τῶν Βλάχων τότε παίρνουν τὴν πιὸ χαρακτηριστικὴ μορφή των. Τὸ Δεκαπενταύγουστο θὰ εὐλογηθοῦν τὰ συνοικέσια ποὺ συνωμολογήθηκαν πρὶν ἀπὸ ἕνα χρόνο καὶ τότε θὰ συμφωνηθοῦν ἄλλα.
Ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ ζήτημα τῶν ἀρραβώνων εἶναι στὴν ὥρα του, θὰ τὸ σημειώσω ἐδῶ. Ὡραιότατο εἶναι τὸ ἔθιμο. Ἀπὸ τὰς ἀρχὰς τοῦ Αὐγούστου, οἱ προξενῆτρες συγγενεῖς τῆς νύφης ἢ τοῦ γαμπροῦ, ἀρχίζουν τὴ δουλειά των καὶ τὴν ἐντείνουν κατὰ τὴς παραμονὲς τῆς Παναγίας. Ἐπισκέπτονται τὰ σπίτια τῶν εἰς ὥραν γάμου κοριτσιῶν ἢ ἀνδρῶν καὶ κάμνουν τὴν πρότασιν. Ἀλλὰ σὲ τὶ ὥρα φαντάζεσθε;
Πολὺ ὥρα ὕστερα ἀπὸ τὴ δύση τοῦ ἡλίου ἢ καμμιὰ ὥρα πρὶν ἐξημερώσῃ. Εἶχα τὸ εὐτύχημα νὰ ἰδῶ τυχαίως δυὸ προξενῆτρες νὰ βγαίνουν ἀπὸ σπίτι ἀμίλητες, σοβαρές, μὲ προφυλάξεις νὰ μὴ τὴς ἰδοῦν καὶ νὰ μὴ ἀκουσθοῦν τὰ βήματά των εἰς τὸ καλντιρίμι. Ἦταν μιὰ ὥρα πρὶν φέξῃ. Θὰ πῆτε τὶ ἤθελα τέτοια ὥρα ἔξω κι᾿ ἐγώ; Ὅλοι ὅσοι βρίσκονται εἰς τὸ Σέλι βγαίνουν ἔξω. Μέσα δὲν ἔχει ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ὑπάρχουν παντοῦ. Νύχτα ἢ μέρα μικροὶ μεγάλοι, ἄνδρες γυναῖκες βγαίνουν ἔξω, μὲ τὴν κυριολεξία. Σὲ μιὰ τέτοια περίσταση ἀντίκρυσα τὴς προξενῆτρες νὰ ξεπροβάλλουν μυστηριώδεις καὶ σιωπηλές, σἄν μάγισσες, ἀπὸ τὸ σπίτι ὑποψηφίου διὰ γάμον.
Δὲν πρέπει νὰ ἐκτεθοῦν ὁ νέος ἢ ἡ νέα. Ἂν γίνῃ τὸ συνοικέσιο, καλά. Ἀλλ᾿ ἂν δὲν γίνῃ; Γι᾿ αὐτὸ οἱ προφυλάξεις. Ὅταν συμφωνηθῇ τὸ συνοικέσιο περιμένουν νὰ γίνουν οἱ γάμοι τῶν ἄλλων ποὺ ἀρραβωνιάστηκαν πέρυσι κι᾿ ὕστερα ὁ γαμπρὸς παίρνει τοὺς φίλους σὲ μιὰ διασκέδασι καὶ πυροβολεῖ εἰς τὸν ἀέρα. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀναγγελία τῶν ἀρραβώνων του, ἀντὶ κοινωνικοῦ εἰς τὰς ἐφημερίδας. Μ᾿ αὐτὸ τὸ ἀγγελτήριο μαθαίνει ὁ κόσμος τὸν ἀρραβῶνα καὶ ὁ γαμπρὸς φανερώνει στὰ κεράσματα καὶ τὸ ὄνομα τῆς νύφης.
**
Εἰς αὐτὸ τὸ περιβάλλον, τοῦ ὁποίου σκιαγράφημα ἔδωκα μὲ τ᾿ ἀνωτέρω, ἐπήγαινα νὰ εὑρεθῶ.
Ἐπροτιμήσαμε τὸν δρόμο τῆς Ναούσης. Ἀπ᾿ ἐκεῖ ἡ ἀνάβασις εἶνε σύντομη. Μόνον τρεῖς ὥρες μὲ τὸ ἄλογο. Ἀπὸ τὴ Βέρροια εἶναι ἑπτά. Οἱ Βερροιῶται φίλοι μᾶς περιμένουν στὴ Νάουσα. Τοὺς ἀφήνω λίγο γιὰ νὰ χαρῶ τὴν ὤμορφη πόλη ἡ ὁποία τὰ τελευταῖα χρόνια ἔγινε πραγματικὴ πόλις, ἀνταξία τῆς ἱστορίας της καὶ τῆς φήμης της ὡς κέντρου πολιτισμένων ἀνθρώπων. Ἡ καθαριότης τῶν δρόμων της εἶναι ἀξία ἐξάρσεως καὶ ἐπαίνου.
Αὐτὰ παρεμπιπτόντως γιὰ τὴ Νάουσα. Ὁ σκοπός του ταξειδιοῦ μου εἶναι ἄλλος. Καὶ ὥρα νὰ φροντίσωμε τὰ ἄλογα. Στὴν πλατεῖα οἱ ἀγωγιάτες ἔχουν τρία ἄλογα. Ἀλλὰ τὰ ἐπρόλαβαν τρεῖς ταξιδιῶται καμπίσιοι ποὺ πηγαίνουν προσκαλεσμένοι στὸ Σέλι. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς μᾶς λέγει ὅτι θὰ ἔχωμε καὶ ἡμεῖς ἄλογα. Ὁ ἄλλος ὅμως μᾶς ἀπελπίζει. Καὶ ἐπιτιμᾶ τὸν πρῶτον κάμνοντας καὶ τὸ μέτρημα.
― Ἕνα ζῶο…εγώ, ἕνα ζῶο…ἐσύ, ἕνα…ὁ Δημήτρης. Νοὺ ἄρι ἄλτο. (Δὲν ἔχει ἄλλο).
Ἐπεμβαίνει ὁ αγωγιάτης. Ἀλλὰ πάλιν ὁ ἄλλος διαμαρτύρεται καὶ ἀρχίζει τὸ μέτρημα ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ἕνα ζῶο ἐγώ, ἕνα ἐσὺ κλπ. Κακὸ πρᾶγμα ἡ βραχυλογία. Δὲν μᾶς ἀφῆκαν ὅμως οἱ Ναουσαῖοι νὰ ταλαιπωρηθῶμε. Μᾶς βρῆκαν ἄλογα. Ἕνας καλὸς ἀγωγιάτης, περίφημος ὀρειβάτης, ὁ Περικλῆς, ἐκαλίγωσε γρήγορα-γρήγορα τὰ ζῶα του καὶ στὴν ὥρα μας, μὲ ἐγγλέζικη ἀκρίβεια, μᾶς τὰ ἔφερε καὶ ἔδωκε τὸ σύνθημα τῆς ἐκκινήσεως. Ἀρχίζει τὸ ἀνέβασμα στὸ βουνό. Καὶ μὲ τὸ πανόραμα ποὺ ἁπλώνεται μπροστά μας σκέπτομαι πόσο ξένοι εἴμαστε …στὸν τόπο μας. Οὔτε ἀπὸ τὸν κινηματογράφο δὲν ξέρωμε τὴν ὤμορφιά τῆς χώρας μας. Ξέρομε Ἀνατολὴ καὶ Δύσιν ἀπὸ τὴ διεθνῆ διαφήμισι τῶν φυσικῶν καλλονῶν καὶ δὲν ξέρομε τὴν Ἑλλάδα. Θὰ μοῦ πῆτε ὅτι εἴμαστε καὶ μεῖς μπαγιάτηδες.
Δίνομε τριάντα δραχμὲς τὴν ἡμέρα γιὰ γκαζόζες καὶ καφφέδες ἀλλὰ δὲν τὶς δίνομε γιὰ ναῦλα τιποτένια ποὺ μποροῦν νὰ μᾶς φέρουν μέσα σὲ ἑπτὰ ὧρες ἀπὸ τὸν Λευκὸν Πύργον ὡς τὴν κορυφὴ τοῦ Βερμίου. Μάλιστα, μάλιστα. Μὲ δραχμὲς 220 (τὸ γράφω καὶ ὁλογράφως διακοσίας εἴκοσι), τραῖνο καὶ ἄλογο, πηγαίνετε μὲ ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη ὡς τὰ 1.500 μ. τοῦ Βερμίου, χωρὶς νὰ κουρασθῆτε, χωρὶς νὰ περιπατήσετε. Κι᾿ ὅλο τὸ ταξεῖδι ἑπτὰ μόνον ὧρες. Μὲ τὰ εὐεργετικὰ αὐτὰ εἰσιτήρια τῶν Σ.Ε.Κ.[4], τὰ εὐθηνὰ μὲ ἐπιστροφὴ στὴν διάρκεια εἴκοσι ἡμερῶν εὐκολύνεται πολὺ ὁ κόσμος ποὺ θέλει ἢ ποὺ ξέρει νὰ ζήσῃ μέσα σ᾿ ἕνα φυσικὸ περιβάλλον, μὲ διαρκεῖς ἐναλλαγές, ἀναπνέοντας ὀξυγόνον, πλησιάζοντας τὰ ἄστρα, πίνοντας κρυστάλλινα νερὰ πηγαῖα χωρίς, βέβαια, νὰ παύσῃ ἀπὸ τοῦ νὰ πίνῃ δυνατὸ οὖζο καὶ ἄλικο κρασὶ τῶν μακεδονικῶν ἀμπελώνων. Καλὴ εἶναι ἡ κοσμικὴ κίνησις καλὰ εἶναι καὶ τὰ διάφορα ταγκὰ ποὺ χορεύομε, καὶ τὰ μπρίτζ. Λίγο ὕπαιθρο ὅμως μᾶς κάμνει νὰ αἰσθανόμαστε περισσότερο τὴν ἀπόλαυσι τοῦ χοροῦ. Ὅταν τὸ ἕνα συμπληρώνει τὸ ἄλλο νοιώθει κανεὶς τὴ ζωὴ καλύτερα.
Δὲν πρέπει βέβαια ν᾿ ἀρνηθοῦμε ὅτι τὰ τελευταῖα χρόνια μὲ αὐτοὺς τοὺς ἄριστα ὀργανωμένους ὀρειβατικοὺς συλλόγους ὑπαιθρίου ζωῆς, κολυμβητικοὺς καὶ γενικὰ φυσιολατρικούς, πολὺς κόσμος τονώνεται σωματικῶς καὶ ψυχικῶς. Χρειάζεται ὅμως ἀκόμη προσπάθεια ἀτομικὴ καὶ ἐνθάρρυνσις κρατικὴ γιὰ νὰ ἐξυγιανθῇ ἡ φυλή μας ἀπὸ τόσες συμφορές. Μιὰ ζωὴ μέσα στὴ γαλήνη καὶ τὴν καθαριότητα τῆς φύσεως κάνει καλὸ καὶ στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή.
Ὁ ἀγωγιάτης μας ὁ Περικλῆς μᾶς κάνει καὶ τὸν τσιτσερόνε. Ἐδῶ τὸ παλάτι τοῦ βασιλέως ἔξω ἀπὸ τὴ Νάουσα, ἐκεῖ τὸ μοναστῆρι τῆς Ὑπαπαντῆς, κάτω τὰ Γενιτσά, παρέκει ἡ Ἔδεσσα. Καὶ στὸ ἀπέραντο ταπέτο τοῦ μακεδονικοῦ κάμπου τὸ πλουμισμένο μὲ χωριά, ξεδιπλώνει ὁ Περικλῆς ὅλες τὴς γεωγραφικές του γνώσεις. Τὰ πουλιὰ πετοῦν ἐπάνω μας, καρτάλια καὶ ἀγριοπερίστερα, κρώζουν καὶ παίζουν ἀλληλοκυνηγημένα. Δυὸ λαγοὶ ἐρωτευμένοι χαριεντίζονται στὸ μονοπάτι καὶ σἄν μᾶς βλέπουν φεύγουν τρομαγμένοι. Καὶ μπαίνομε στὸ δάσος κάτω ἀπὸ καταπράσινον θόλο γιὰ νὰ σταματήσωμε σὲ λίγο στὴ Γραμμένη.
«Τὸ Φῶς», 23-08-1936.
Στο επόμενο φύλλο:
Β΄ {από τη Γραμμένη στο Σέλι}
[1] η αραίωση των γραμμάτων, όπου υπάρχει στο κείμενο, ανήκει στο πρωτότυπο. Ενώ οι γάμοι του Δεκαπενταύγουστου του 1936 ήταν, όπως απέδειξε το «Κατάστιχο» της Ιεράς Μητροπόλεως (και όπως θα αναλυθεί στο επίμετρο αυτών των αναγνωσμάτων), 11 (ένδεκα) και όχι 12.
[2] «πληροφορίες»,
―τόσο από -πιθανώς- προφορική ενημέρωση:
[π.χ.: Ο Αστέριος Τζίμας στην σελιώτικη τριλογία του, και ειδικότερα στον τόμο «Η Οδύσσεια των Βλάχων του Σελίου 1820-1832» (έκδοση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ημαθίας, Βέροια, 2007), παραδίδει στην βιβλιογραφική αιωνιότητα (σελ. 165) φωτογραφία ένστολου έφιππου Σελιώτη, με υπότιτλο: «Βλάχοι ιππείς του Σελίου / Ο Στέργιος Καραφούσιας από το Σέλι, όταν υπηρετούσε τη θητεία του το 1936 στην 20η Επιλαρχία του Καρά-Μπουρνού Θεσσαλονίκης (Από την συλλογή του Γ. Καραφούσια)». Με δεδομένο ότι έφεδροι από την ίδια περιοχή υπηρετούσαν συνήθως στις ίδιες στρατιωτικές μονάδες, δεν αποκλείεται μαζί με τον ιππέα της φωτογραφίας να υπηρετούσαν, στο Καραμπουρνού (όπου «ἐκολυμβοῦσε» ο Ν. Σφενδόνης) και άλλα παλικάρια από το Σέλι, και ίσως από διηγήσεις τους, σε πιθανές κοινές παρέες, ο φιλέρευνος δημοσιογράφος να είχε πληροφορηθεί για τον εορτασμό και τους ομαδικούς γάμους του Δεκαπενταύγουστου στο Σέλι.],
―όσο και από δημοσιεύματα εφημερίδων της Θεσσαλονίκης προγενεστέρων ετών:
[π.χ.: «Ἀπὸ τὸ Σέλι / Τριήμερος ἑορτασμὸς / Γάμοι καὶ διασκεδάσεις […]
Κάτω Σέλι (Αὔγουστος).- Μὲ ἐξαιρετικὴν ἐπιτυχίαν ἑωρτάσθη εἰς τὸ Κάτω Σέλι (Βέρμιον) ἐφέτος ἡ ἑορτὴ τῆς Παναγίας διαρκέσασα ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας. Εἰς τὴν λειτουργίαν παρέστησαν οἱ κ. Παπαδάκης, βουλευτής, ὁ κ. Δήμαρχος Βερροίας καὶ πολὺς κόσμος παραθεριζόντων.
Κατ᾿ ἀρχαῖον ἐπιτόπιον ἔθιμον τὰς τρεῖς αὐτὰς ἡμέρας γίνονται γάμοι καὶ δὲν βλέπει κανεὶς τίποτε ἄλλο ἀπὸ τοῦ νὰ διασταυρώνονται οἱ γαμήλιες πομπὲς στὰς πλατείας καὶ στοὺς δρόμους.
Ὁ κόσμος ὁλόκληρος διατελεῖ ἐν εὐθυμίᾳ τὰς ἡμέρας αὐτάς, τὸ δὲ χωριὸ καὶ τὰ πέριξ βουνὰ ἀντηχοῦν ἀπ᾿ τὰ ὄργανα. [...]
Κώστας Τζαϊρ.»
«Μακεδονία», 25-08-1930.]
[3] Από την συνάφεια του κειμένου προκύπτει ότι μάλλον το χειρόγραφο του Ν. Σφενδόνη έγραφε: «Σἄν φωληές», και με την παρέμβαση του «δαίμονα του τυπογραφείου» η ειδυλλιακή παρουσίαση μεταλλάχθηκε στην εφιαλτική φράση «Σἄν φυλακές».
[4] Σ.Ε.Κ. = Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους [: ο προπάτορας (1920-1970) του ΟΣΕ και των μετέπειτα μετεξελιγμένων παραφυάδων του…].