Επιμέλεια: Απόστολος Ιωσηφίδης
Β΄
{από τη Γραμμένη στο Σέλι}
Ἡ Γραμμένη εἶναι μιὰ ἀπὸ τὴς ὡραιότερες τοποθεσίες τῆς Μακεδονικῆς ὑπαίθρου καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ Βερμίου. Τὸ πυκνότερο σημεῖο τοῦ δάσους. Οὐρανὸ δυσκολεύεται νὰ ἰδῇ κανεὶς ἐκεῖ. Τὸ χάρμα τῆς ὀράσεως συμπληρώνει ἡ περίφημη βρύσι τῆς Γραμμένης ποὺ δροσίζει ταυτοχρόνως ἢ μᾶλλον, παγώνει τὸ διαβάτη. Ἤπιαμε τὸ νερὸ τῆς Γραμμένης μὲ …δόσεις. Ἀδύνατον ἦταν νὰ πιῇ κανεὶς πολὺ νερό. Χείλη, δόντια, χέρια παγώνουν καὶ ξυλιάζουν ἀπὸ τὸ κρύο νερό, τὸ ὁποῖον σὲ λίγη ὥρα χωνεύει καὶ τὴ σκληρότερη τροφή.
Ἀπὸ τὴ βρύσι αὐτὴ κ᾿ ἐπάνω ἀρχίζουν πυκνότερα τὰ ἔλατα. Ὁ ἀέρας εἶνε ἐλαφρός, μυρωμένος καὶ τὰ στέρνα μας πολὺ μικρὰ γιὰ νὰ χορτάσουν τὸ λουτρὸ αὐτὸ τῶν πνευμόνων. Προχωρῶντας στὸ ὕψωμα ἀντικρύζομε ἕναν συνοικισμὸ παραθεριστῶν μὲ πρωτόγονη μορφή. Καλύβια ἀπὸ λεπτὰ ξύλα καὶ χόρτα. Πολλὲς οἰκογένειες ἀπὸ τὴ Βέρροια καὶ τὴ Νάουσα περνοῦν δυὸ μῆνες ἐδῶ ἐπάνω ἀπομονωμένες. Τρέφονται μὲ κρέας, γάλα καὶ φρέσκο βούτυρο προϊόντα τῶν κτηνοτρόφων ποὺ βόσκουν τὰ ποίμνιά των στὶς κορυφὲς ἐκεῖνες. Ἂς ἀπορέσητε πῶς περνοῦν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ὅταν βρέχει, σᾶς ἀπαντοῦν ὅτι σκεπάζονται μὲ φλοκάτες, μὲ βελέντζες βλάχικες…. κι᾿ ἂς βρέχῃ. Μεγάλο τὸ κουράγιο των ἀλλὰ μεγάλη καὶ ἡ ὠφέλεια ἐκείνων ποὺ θὰ μπορέσουν ν᾿ ἀνθέξουν ὡς τὸν Σεπτέμβριον ἐκεῖ ἐπάνω.
Λίγο ἀκόμα καὶ θὰ φθάσωμε στὸ Σέλι.
Ἀπὸ μακρυὰ σὲ κάτι κορυφὲς λόφων βλέπομε μικρὲς παρέες παραθεριστῶν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι μακρυὰ τὸ χωριό. Οἱ περιπατηταὶ γίνονται σὲ λίγο περισσότεροι καὶ ξαφνικὰ προβάλλει μέσα σ᾿ ἕνα κοίλωμα τοῦ βουνοῦ τὸ Σέλι.
**
Ὁμολογῶ ὅτι δὲν τὸ ἐπερίμενα τόσο ἐπιβλητικό. Τὰ σπίτια ὅλα εἶναι κτισμένα μὲ πέτρα, ἀνάμεσα δὲ σ᾿ ὅλα κυριαρχεῖ μιὰ πολὺ ὤμορφη βίλλα, τοῦ κ. Πίσκου, τὸ καλύτερο σπίτι τοῦ χωριοῦ. Λίγο θλιβερὸ στὴν ὄψι εἶναι τὸ χωριό. Λείπουν τὰ πολλὰ δένδρα καὶ ἀντὶ γιὰ κόκκινα κεραμίδια ἔχουν τὰ σπίτια μολυβδόχρωμες πλᾶκες. Ἀρκετὰ εἶναι τὰ δένδρα του κι᾿ ἐκεῖνα μόνον κερασιές, ἀλλὰ αἰωνόβιες σἄν πλατάνια. Κεράσια ἔχουν ἀκόμη τώρα. Λόγῳ τοῦ κλίματος ἀργοῦν νὰ γίνουν.
Διακοσμητικὴ σὲ μεγαλοπρεπῆ ἐμφάνιση εἶναι ἡ μιὰ ἀπὸ τὶς δυὸ ἐκκλησίες, μεγάλη κτισμένη σ᾿ ἕναν λοφίσκον.
**
Ἀθελά του ὁ ταξειδιώτης, ὅταν ἀντικρύσῃ τὸ Σέλι ἀναρωτιέται γιατὶ εκτίσθηκε τὸ χωριὸ αὐτὸ εἰς τὰ ὕψη, μακρυὰ ἀπὸ κάθε ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἄλλο κόσμο. Ἀλλὰ ὅταν μάθῃ τὴν ἱστορία τοῦ χωριοῦ, δικαιολογεῖ τοὺς οἰκιστάς του. Ἀπὸ μιὰ διήγησι ποὺ μοῦ ἔκανε ὁ ἐκ τῶν προυχόντων τοῦ τόπου κ. Δημοσθένης Πετούλιας μεταφέρω ἐδῶ ἕνα κομμάτι.
Τὶς γιορτάσιμες μέρες τοῦ Δεκαπενταύγουστου στοὺς γύρω λοφίσκους ποὺ στεφανώνουν τὸ χωριὸ ἦταν μαζεμμένα 130.000 γιδοπρόβατα. Ἑκατὸν τριάντα χιλιάδες κουδούνια. Πλημμυρισμένος ὁ τόπος ἀπὸ κοπάδια ποὺ βοσκοῦσαν καὶ ἐβέλαζαν. Χαρμόσυνη ἡ ἀτμόσφαιρα ἀπὸ τὰ μελωδικὰ κουδουνίσματα τόσων χιλιάδων κουδουνιῶν. Ἑκατοντάδες τσελιγκάδων μὲ ἄσπρες φουστανέλλες μὲ κλίτσες καὶ φλογέρες, ἀμέτρητες τσελιγκοποῦλες, ὤμορφες βλαχοποῦλες μὲ ὀκάδες χρυσάφι σὲ γιορντάνια καὶ ντοῦμπλες, φλωριὰ βενέτικα καὶ πεντόλιρα. Τὸ κρασὶ καὶ τὸ τσίπουρο ἔτρεχε ἀπὸ βαένια, οἱ μουζικάντηδες ἔβλεπαν νὰ τοὺς κολλοῦν στὸ μέτωπο μεγάλα νομίσματα καὶ ἡ εὐτυχία ἐπλημμύριζε τὸν τόπο. Αὐτὰ ὡς τὸ ἔτος 1922.
Ὡς τότε, ἀπὸ τὸν κάμπο ὅλοι οἱ πατριῶται, ὅλοι οἱ Βλάχοι, ἀνέβαιναν μὲ τὰ κοπάδια των ἐκεῖ τὸ καλοκαίρι καὶ τὸ Δεκαπενταύγουστο, σἄν ἀπὸ θεϊκὸ προσκλητήριο, εὑρίσκονταν ὅλοι συγκεντρωμένοι γιὰ νὰ γιορτάσουν τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς παντριᾶς των. Καὶ σἄν ἐτελείωναν οἱ γάμοι καὶ ἔβγαινε ὁ Αὔγουστος λίγοι-λίγοι ξαναγύριζαν στὸν κάμπο, στὰ χειμαδιά των. Τὸ ἴδιο ἔθιμο γίνεται καὶ τώρα, ἀλλά σὰν σκιαγράφημα ἄλλης ἐποχῆς. Δὲν ἔχουν τὸν πλοῦτο ποὺ εἶχαν ἄλλοτε οἱ Βλάχοι. Τὰ κοπάδια των εἶναι ὀλιγάριθμα, καὶ τὰ ἔσοδά των ἀνάλογα.
Τὸ χωριὸ ποὺ βλέπομε σήμερα ἐκτίσθηκε σὲ καλὴ ἐποχή. Τρεῖς τέσσαρες μῆνες μένουν μόνον οἱ κάτοικοι ἐκεῖ, ἀλλὰ τὰ σπίτια των τὰ ἤθελαν γερὰ καὶ ἐπιβλητικά. Ἔξοδα δὲν ἐλογάριαζαν. Σήμερα οἱ περισσότεροι νοικοκυραῖοι τῆς παληᾶς καλῆς ἐποχῆς δὲν ἔχουν ν᾿ ἀσχοληθοῦν καὶ μὲ πολλὰ πράγματα.
Νομίζεις πὼς εἶνε ἄνεργοι. Ἂν έλειπαν δὲ αἱ Βλάχισες, αἱ γυναῖκες των, ἀλλοίμονο στὶς φαμίλλιες των. Αἱ Βλάχισες! Θαῦμα κράσεως καὶ ἐργατικότητος. Ὁ ἀργαλειὸς δὲν σταματάει σχεδὸν ποτὲ μὲ τὴν κατασκευὴ τῶν περιφήμων βελεντσῶν. Μὲ τὰ χέρια των συντηροῦν οἰκογένειες ὁλόκληρες. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ πιάσουνε στὰ χέρια των τὸ φρεσκοκομμένο μαλλὶ τῶν προβάτων ὡς τὴν ὥρα ποὺ θὰ παραδώσουν γιὰ πούλημα βαμμένη τὴν βελέντσα, ὁ χρόνος αὐτὸς περνᾷ, σἄν τραγοῦδι γιὰ τὶς Βλάχισες. Κούρασι δὲν ὁμολογοῦν καὶ δὲν αἰσθάνονται. Λίγες γυναῖκες στὴν Ἑλλάδα εἶνε τόσον ἐργατικές. Λένε ὅτι “αἱ Βλάχισες δὲν κοιμοῦνται”. Δὲν εἶνε ψέμμα αὐτό. Δουλεύουν ἀκούραστα. Ἀλλὰ καὶ χορεύουν ἀκούραστα. Τὶς εἶδα στοὺς γάμους ποὺ θὰ περιγράψω παρακάτω, νὰ χορεύουν ὅλη νύχτα, ὡς τὶς ὀκτὼ τὸ πρωΐ.
«Τὸ Φῶς», 24-08-1936.
Στο επόμενο φύλλο:
Γ΄ {προετοιμασίες και προεόρτια των γάμων}