Του Απόστολου Ιωσηφίδη
Στις παραμονές (1911) της Απελευθέρωσης, οι κάτοικοι «τοῦ παρὰ τὴν Βέρροιαν χωρίου Κόκκοβα[1]», ενθαρρυνόμενοι ίσως και από τις περί ισότητας και δικαιοσύνης διακηρύξεις των τουρκικών αρχών, «ἠθέλησαν νὰ ἐνασκήσωσι τὰ ἑαυτῶν δικαιώματα ἰδιοκτησίας τῶν {παρακείμενων της κοινότητάς τους} γαιῶν».
Μόνο που τις γαίες αυτές τις νέμονταν, ως τσιφλίκι τους, ο οθωμανός Σαμπρή μπέης και συν αυτώ.
Οι αγαθοί Κοκκοβίτες δεν διέθεταν την οικονομική άνεση για να προβάλουν τα δικαιώματά τους ενώπιον της τακτικής (τουρκικής) δικαιοσύνης. Προτίμησαν να συμπεριφερθούν όπως κάθε ιδιοκτήτης, πιστεύοντας πως ο Σαμπρή μπέης, αν θεωρούσε πως θίγονταν τα δικά του «δικαιώματα», θα προσέφευγε αυτός στο δικαστήριο.
Όμως, ο Σαμπρή, αντί να μπλέξει σε δικαστικές διαμάχες, αναζήτησε την προστασία της οθωμανικής διοίκησης, και το Διοικητικό Συμβούλιο της Βέροιας «φυσικά» τον δικαίωσε.
Οι κάτοικοι της Κόκκοβας προσέβαλαν την απόφαση στο Νομαρχιακό Συμβούλιο (της Θεσσαλονίκης), το οποίο επικύρωσε την αρχική υπέρ του τσιφλικά «ετυμηγορία», υποχρεώνοντας τους Κοκκοβίτες να καταφύγουν στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης.
Αλλά, πριν εκδοθεί απόφαση του Ακυρωτικού, ένα απόσπασμα Τούρκων χωροφυλάκων και αγροφυλάκων, συνοδευόμενο από ομοεθνείς τους εργάτες, κατέφθασαν στην Κόκκοβα, πέταξαν στο δρόμο τις οικοσκευές των πρωτεργατών της
«προσβολής των δικαιωμάτων» του μπέη, κατεδάφισαν τα σπίτια τους, ξυλοφόρτωσαν τον κοινοτάρχη κι ένα κοινοτικό σύμβουλο «διότι δὲν ἔδωκαν χεῖρα βοηθείας πρὸς κατεδάφισιν τῶν οἰκιῶν», απείλησαν τους «τοὺς λοιποὺς χωρικοὺς διὰ δαρμοῦ καὶ φυλακίσεως ἵνα μὴ δώσουν στέγην εἰς τὰς ἀνεστίους πέντε οἰκογενείας», και απαγόρευσαν στους πρωταίτιους «νὰ θερίσουν τοὺς ἀγρούς των πρὶν εὕρουν οἰκίας».
Η εφημερίδα «Μακεδονία» καυτηρίασε τα διαδραματισθέντα, και η «Πολιτική Επιθεώρησις» της Κωνσταντινούπολης ενημέρωση την κοινωνία της σουλτανικής πρωτεύουσας για τα «συνταγματικά ανδραγαθήματα» των οργάνων της οθωμανικής εξουσίας.
«Χαρακτηριστικὴ Ἱστορία
Οἱ χωρικοὶ τοῦ παρὰ τὴν Βέρροιαν χωρίου Κόκκοβα εἶχον κτηματικήν τινα διαφορὰν μετὰ τοῦ ἰδιοκτήτου μέρους τοῦ ῥηθέντος χωρίου Σαμπρῆ βέη, πρὸς ἐπίλυσιν δὲ ταύτης ὁ ἐν λόγῳ βέης ἀπετάθη εἰς τὸ διοικητικὸν συμβούλιον τῆς Βερροίας, τὸ ὁποῖον εἶνε ὅλως ἀναρμόδιον νὰ κρίνῃ ἐπὶ ζητήματος ὑπαγομένου εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τῶν τακτικῶν δικαστηρίων τοῦ κράτους, κατὰ τοὺς σχετικοὺς νόμους.
Τὸ διοικητικὸν συμβούλιον τῆς Βερροίας ἐξέδωκεν ἀπόφασιν ὑπὲρ τοῦ βέη.
Οἱ χωρικοὶ ὅμως νομίσαντες ἑαυτοὺς ἀδικηθέντας προέβησαν εἰς ἔφεσιν εἰς τὸ διοικητικὸν συμβούλιον τῆς πόλεώς μας {= Θεσσαλονίκης}. Ἀλλὰ καὶ τούτου ἡ ἀπόφασις ὑπῆρξεν ὁμοία. Οἱ χωρικοὶ τότε προέβησαν εἰς ἀναίρεσιν εἰς τὸ ἀκυρωτικόν τῆς Κων/πόλεως.
Χωροφύλακες κατεδαφίζοντες
Ἐνῷ ὅμως ἀνεμένετο ἡ ἀπόφασις τοῦ ἀνωτάτου τοῦ κράτους δικαστηρίου ὀκτὼ χωροφύλακες μετὰ δύο Τούρκων ἀγροφυλάκων καὶ πέντε Τούρκων ὁμοῦ ἐργατῶν μεταβάντες προχθὲς εἰς Κόκκοβαν κατηδάφισαν πέντε οἰκίας ἰδιοκτήτους τῶν πρωτοστατησάντων καὶ ἀμέσως ἐνδιαφερομένων διὰ τὸ ζήτημα, Παπαγεωργίου[2], Δ. Πάζο[3], Γ. Τρίγγα, Ν. Τρίγγα και Δ. Γαλάνη, ἀφοῦ ἐξέβαλον ἔπιπλα αὐτῶν εἰς τὸ ὕπαιθρον.
Καὶ ξύλο
Ἀλλά δὲν ἠρκέσθησαν εἰς τοῦτο οἱ χωροφύλακες.
Συλλαβόντες τὸν μουχτάρην[4] τοῦ χωρίου Γ. Τρίγγαν καὶ τὸν ἀζᾶν[5] Ι. Τζιόταν ἔδειραν αὐτοὺς διὰ τῶν ἀκτηρίδων[6] τῶν ὅπλων των καὶ διὰ τῶν μαστιγίων, διότι δὲν ἔδωκαν χεῖρα βοηθείας πρὸς κατεδάφισιν τῶν οἰκιῶν ἑαυτῶν καὶ τῶν συγχωριανῶν των.
Ἀλλὰ δὲν ἠρκέσθησαν καὶ εἰς τοῦτο. Ἠπείλησαν τοὺς λοιποὺς χωρικοὺς διὰ δαρμοῦ καὶ φυλακίσεως ἵνα μὴ δώσουν στέγην εἰς τὰς ἀνεστίους πέντε οἰκογενείας.
Καὶ τράβα κορδέλλα
Ἀλλὰ ἐκτὸς τούτου οἱ χωροφύλακες ἠπείλησαν διὰ νέων δαρμῶν καὶ φυλακίσεως τοὺς ἰδιοκτήτας τῶν κατεδαφεισῶν οἰκιῶν καὶ διέταξαν νὰ μὴ προβοῦν εἰς τὸν θερισμὸν τῶν ἀγρῶν των ἂν μὴ εὕρουν οἰκίας. Πάντα τὰ ἀνωτέρω γίνονται ὅπως ἐξαναγκασθοῦν οἱ χωρικοὶ νὰ συμμορφωθοῦν πρὸς τὴν ἀπόφασιν τοῦ διοικητικοῦ συμβουλίου τῆς Βερροίας, δι᾿ ἧς οὗτοι ὑποχρεοῦνται νὰ ἐκμισθώσουν τὰ ὑπὸ διαφορὰν κτήματα, δηλαδὴ νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν ἐπ᾿ αὐτῶν κυριότητα τοῦ βέη.
Ἄνευ σχολίων.»
«Μακεδονία», 14-07-1911.
«Μὴ χειρότερα
Εἰς τὸ προχθεσινὸν ἡμῶν φύλλον ἐγράφομεν διὰ μακρῶν περὶ τῆς κατεδαφίσεως πέντε οἰκιῶν ὑπὸ χωροφυλάκων εἰς τὸ χωρίον Κόκκοβα τῆς Βερροίας καὶ περὶ τοῦ ξυλοκοπήματος, διὰ τοῦ ὁποίου ἐφιλοδωρήθησαν συνταγματικῶς οἱ ἰδιοκτῆται των.
Ἤδη, καθ᾿ ἃ πληροφορούμεθα ἀσφαλῶς, οἱ ἀτυχεῖς οὗτοι καταδιώκονται ἀκόμη λυσσωδῶς, μὴ ἐπιτρεπομένου εἰς αὐτοὺς νὰ θερίσουν τοὺς ἀγρούς των πρὶν εὕρουν οἰκίας καὶ μὴ ἐπιτρεπομένου εἰς τοὺς συγχωριανούς των νὰ προσφέρουν εἰς αὐτούς, ἀστέγους ὄντας, φιλοξενείαν.
Μὴ χειρότερα.»
«Μακεδονία», 16-07-1911.
«Ἐκ Θεσσαλονίκης (Τακτικοῦ ἀνταποκριτοῦ)
Μεταξὺ τῶν ὁμογενῶν χωρικῶν τοῦ ἐν τῷ Καζᾷ Βερροίας χωρίου Κόκκοβα καὶ ἐπὶ τοῦ χωρίου τούτου ἰδιοκτησίας δικαιώματα ἀξιοῦντος Σαμπρῆ Βέη, ἀνεφύη διαφορὰ δοῦσα ἐσχάτως λαβὴν εἰς νέας αὐθαιρεσίας. Ἡ ὑπόθεσις αὕτη ἔχει ὡς ἑξῆς:
Οἱ χωρικοὶ τῆς Κόκκοβας ἐνθαρρυνόμενοι σήμερον ὑπὸ τῆς διασαλπιζομένης συνταγματικῆς ἰσότητος καὶ δικαιοσύνης, ἠθέλησαν νὰ ἐνασκήσωσι τὰ ἑαυτῶν δικαιώματα ἰδιοκτησίας τῶν γαιῶν στηριζόμενοι ἐπὶ παλαιῶν μουλκναμέδων[7]. Φοβούμενοι ὅμως τὴν ἔνστασιν τῆς παραγραφῆς καὶ μὴ ἔχοντες ἄλλους ἰσχυροὺς τίτλους προὐτίμησαν τὴν ἰδιότητα τοῦ ἐναγομένου, ἀρνούμενοι νὰ ὑπακούσωσιν εἰς τὰς διαταγὰς τοῦ ἰσχυροτέρου τῶν συνιδιοκτητῶν Σαμπρῆ Βέη, ὅπως ἐξαναγκάσωσι αὐτὸν νὰ προστρέξῃ εἰς τὰ δικαστήρια. Οὗτος ὅμως ὅπως ἀποφύγῃ μακρὸν δικαστικὸν ἀγῶνα προσέφυγεν εἰς τὸ Διοικητικὸν Συμβούλιον Βερροίας, ὅπερ ἐξέδωκεν ὅλως ἀναρμοδίως καὶ παρανόμως ἀπόφασιν καθ᾿ ἣν οἱ χωρικοὶ ὤφειλον ἢ ἐντὸς 15 ἡμερῶν νὰ συνάψωσιν ἐνοικιαστήρια μετὰ τοῦ Βέη ἢ ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει θὰ ἐξεδιώκοντο.
Ἡ ἀπόφασις αὕτη ἐφεσιβλήθη ἐνώπιον τοῦ Νομαρχιακοῦ Συμβουλίου Θεσσαλονίκης, ὅπερ χαριζόμενον εἰς τὸν Σαμπρῆ Βέην, ἰσχυρὸν μέλος τοῦ Νεοτουρκικοῦ Κομιτάτου, ἐπεκύρωσεν αὐτήν. Ἡ ὑπόθεσις παρεπέμφθη ἤδη εἰς τὸ Συμβούλιον τοῦ Κράτους ὅπως κρίνῃ κατὰ τελευταῖον βαθμόν.
Ἐνῷ οὕτως ἔχουσι τὰ τῆς ὑποθέσεως, πρό τινων ἡμερῶν ὀκτὼ χωροφύλακες, μετὰ δύο ἀγροφυλάκων, τοῦ ἐπιστάτου τοῦ Βέη καὶ πέντε ἐργατῶν, μεταβάντες εἰς τὸ χωρίον κατηδάφισαν τὰς ἰδιοκτήτους οἰκίας τῶν χωρικῶν Παπαγιάννη, Δημ. Λάζου, Γεωργίου Τρίγκα, Νικολάου Τρίγκα καὶ Δημ. Γαλάνη, ἐξαγαγόντες καὶ ῥίψαντες ἔξω εἰς τὰς ὁδοὺς τὰ ἔπιπλα καὶ ἐνδύματα αὐτῶν. Ἐκτὸς τούτου, ἔδειραν διὰ τῶν ἀκτηρίδων τῶν ὅπλων των καὶ διὰ μαστιγίου τὸν Γ. Τρίγκαν, μουχτάρην, καὶ Ἰωάννην Τζιώτα, ἀζᾶν, ἀρνηθέντας νὰ δώσωσι χεῖρα βοηθείας εἰς τὴν κατεδάφισιν τῶν οἰκιῶν καὶ τὴν ἐξαγωγήν τῶν ἐπίπλων. Εἰς τοὺς χωρικοὺς ὧν αἱ οἰκίαι κατηδαφίσθησαν, ἐπετάχθη ὑπὸ τῶν χωροφυλάκων ἵνα πρῶτον εὕρωσι τόπον πρὸς κατοικίαν κατόπιν τούτου δὲ μόνον προβῶσιν εἰς τὸν θερισμὸν τῶν προϊόντων αὐτῶν. Εἰς τοὺς λοιποὺς χωρικοὺς οἱ χωροφύλακες ἀπηγόρευσαν νὰ παράσχωσιν ἄσυλον εἰς τοὺς ἐκδιωχθέντας ἐπὶ ποινῇ κατεδαφίσεως καὶ τῶν ἰδίων αὐτῶν οἰκιῶν.»
«Πολιτικὴ Ἐπιθεώρησις», 24-07-1911.
Όταν λίγες μέρες αργότερα, ο ανταποκριτής της «Μακεδονίας» στη Βέροια, συνάντησε τυχαίως σ’ ένα καφενείο τους απελπισμένους κι απαρηγόρητους Κοκκοβίτες, περιορίστηκε στη θλιβερή διαπίστωση πως «οὔτε νόμοι ἰσχύουν οὔτε παρακλήσεις, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ δάκρυα εἶναι ἱκανὰ νὰ συγκινήσωσι τὰς σκληρὰς καρδίας τῶν ἰσχυρῶν».
«Ἐκ Βεροίας (τοῦ τακτικοῦ ἀνταποκριτοῦ μας) τῇ 24 Ἰουλίου 1911
Ἐν τῷ ὑπὸ ἡμερομηνίαν 24 Ἰουλίου 1911 φύλλον τῆς «Πολιτικῆς Ἐπιθεωρήσεως» τοῦ κ. Μπούσιου[8], βουλευτοῦ Σερβίων, ἐνῷ ἀνεγίνωσκον ἓν ἐκ Θεσσαλονίκης ἀνταποκρίσει τὸ μέγα αδίκημα τῶν χωρικῶν τῆς παρὰ τὴν Βέρροιαν Κόκκοβας ὑπὸ τοῦ βέη αὐτῶν Σαμπρῆ, παραπλεύρως ἐν τῷ καφείῳ ἤκουσα διάλογον, συζήτησιν καὶ σχόλια ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ θέματος μεταξὺ παρακαθημένων τινῶν ἐταστικὸν βλέμμα ῥίψας, ἀνεγνώρισα αὐτοὺς τοὺς ἰδίους χωρικοὺς Κοκκοβίτας ἐκ τῶν λόγων των καὶ ὡς ἦτο ἑπόμενον, ἐταστικώτερον ὕστερον προσβλέψας εἶδον τὰ πρόσωπα αὐτῶν κατηφῆ, κάτωχρα, μαραμμένα, ἐζωγραφισμένην ἐν τῷ βλέμματι ἔχοντα τὴν ψυχικὴν ἐκδήλωσιν τῆς ἀπελπισίας.
«Ποῦ καὶ πῶς νὰ καταντήσωμεν τώρα;» ἔλεγον• «ἀλλοῦ ἡμεῖς ἀλλοῦ αἱ φαμίλιαί μας πλανῶνται…» … «ἀλλοῦ τὰ ζῶα μας ἀλλοῦ τὸ βιό μας» - ἦσαν οἱ δυστυχεῖς ἀπαρηγόρητοι, ἄνευ τῆς λύσεως τῆς ὑποθέσεώς των, ἄνευ τοῦ τέρματος τῶν δεινῶν των.
Ἐπειδὴ δὲν εἶχον τὸ θάρρος, ἀλλὰ καὶ ἐὰν εἶχον, δὲν ἠδυνάμην νὰ ἀπευθύνω εἰς αὐτοὺς λόγους παρηγορίας, διότι μᾶλλον θὰ ἐπλήγωνον τὴν καρδίαν των, σιωπηλῶς καὶ λίαν περίλυπος ἔφυγον λέγων καθ᾿ ἑαυτὸν “ὁ Θεὸς νὰ γείνῃ ἴλεως, ἀφ᾿ οὗ οὔτε νόμοι ἰσχύουν οὔτε παρακλήσεις, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ δάκρυα εἶναι ἱκανὰ νὰ συγκινήσωσι τὰς σκληρὰς καρδίας τῶν ἰσχυρῶν, ὥστε καμπτόμενοι οὗτοι νὰ λαμβάνουν δικαιοτέρας ἀποφάσεις περὶ τῆς τύχης τῶν ἀδυνάτων”.»
«Μακεδονία», 31-07-1911.
Θα διέψευδε άραγε αυτό το πικρό συμπέρασμα η επί θύραις Απελευθέρωση;
Αναμφίβολα ναι, ως προς τις αυθαιρεσίες, τους ξυλοδαρμούς, τις απειλές, τις απαγορεύσεις και τόσα άλλα δεινά σύμφυτα της οθωμανοκρατίας.
Άλλωστε, οι σωρηδόν δημοσιευόμενες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Ελληνικού Κράτους αποφάσεις απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών και απόδοσής τους στους όμορους χωρικούς και στους πρόσφυγες, αναπτέρωναν τις ελπίδες των κατοίκων στα ορεινά Πιέρια, ώστε να απαλλαγούν, επί τέλους απ’ τους μπέηδες.
Όμως, δεν ήταν τόσο αυτονόητη αυτή η απαλλαγή…
«Δι᾿ ἀποφάσεως τοῦ Ὑπουργοῦ τῆς Γεωργίας ἀνακαλεῖται ἐπὶ τῷ σκοπῷ τῆς γεωργικῆς ἀποκαταστάσεως καλλιεργητῶν, μερικῶς ἡ προηγουμένη ἀπόφασις ἥτις ἐκήρυξεν ἀπαλλοτριωτέον τὸ ἀγρόκτημα Κόκκοβα Βερροίας, ἤτοι ὡς πρὸς τὰ 9/10 τῶν 27/30 τοῦ ἄνω κτήματος ἀνήκοντα εἰς τοὺς Σαμπρῆ Κόκα, Νουριὲ σύζυγον Ἰμβραὴμ Σαφὲτ Κόκα κλπ κληρονόμους τοῦ ἀποβιώσαντος Μουσχελεδὶν Κόκα. […]»
«Ἀγροτικὴ Ἑλλάς», 21-11-1926.
…και «Το μέγα αδίκημα» έμελλε να συνεχιστεί για πολλά ακόμη επεισόδια…
[1] Κόκκοβα = Πολυδένδρι [μετονομασία• δ. της 01-11-1926 «Περὶ μετονομασίας κοινοτήτων καὶ συνοικισμῶν Ὑποδιοικήσεως Βεροίας κλπ», ΦΕΚ Α΄ 401/12-11-1926 «[…] ἐγκρίνομεν ἵνα αἱ κάτωθι κοινότητες καὶ συνοικισμοὶ αὐτῶν μετονομασθῶσιν ὡς ἑξῆς: Αον Νομὸς Θεσσαλονίκης, 1ον Ὑποδιοίκησις Βεροίας. […] 15) Ἡ κοινότης Κόκκοβας μετονομάζεται εἰς “κοινότητα Πολυδένδρου” καὶ ὁ ὁμώνυμος αὐτῇ συνοικισμὸς Κόκκοβα εἰς “Πολυδένδρι” (τὸ). […]».
[2] «Παπαγεωργίου» κατά την «Μακεδονία», «Παπαγιάννη» κατά την «Πολιτική Επιθεώρηση».
[3] «Δ. Πάζο» κατά την «Μακεδονία», «Δημ. Λάζου» κατά την «Πολιτική Επιθεώρηση».
[4] μουχτάρης: κοινοτάρχης.
[5] αζάς: δημογέροντας, κοινοτικός σύμβουλος.
[6] ακτηρίς: το πίσω μέρος του όπλου.
[7] μουλκναμές: τίτλος επί ακινήτου ή κινητού πράγματος.
[8] Γεώργιος Μπούσιος (1875-1929), Βουλευτής Σερβίων-Γρεβενών στην Οθωμανική Βουλή του 1908, Βουλευτής Κοζάνης στο Ελληνικό Κοινοβούλιο (1915-Μάϊ., 1915-Δεκ., 1920, 1926), Υπουργός Εσωτερικών και Επισιτισμού (από 28-06-1922 έως 16-09-1922) στην Κυβέρνηση Νικολάου Τριανταφυλλάκου, Διευθυντής (1911) της ελληνικής εβδομαδιαίας εφημερίδας «Πολιτική Επιθεώρησις» της Κωνσταντινούπολης (ιδρυθείσας το 1910 από τον Ίωνα Δραγούμη).