Έφυγε ένας από τους τελευταίους μεγάλους αφηγητές της ελληνικής ψυχής. Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν ήταν απλώς ένας τραγουδοποιός∙ ήταν ένας ζωντανός καθρέφτης των δεκαετιών που καθόρισαν τη μεταπολεμική Ελλάδα. Με ένα χαμόγελο που ισορροπούσε ανάμεσα στην ειρωνεία και τη βαθιά τρυφερότητα, με μια πένα που μπορούσε να σατιρίσει και να συγκινήσει μέσα στην ίδια στροφή, στάθηκε για δεκαετίες η φωνή μιας ολόκληρης κοινωνίας που πάλευε να βρει τον εαυτό της.
Ο “Νιόνιος”, υπήρξε εκεί όπου συναντιούνται η ποίηση με την πραγματικότητα. Κατάφερε να «παντρέψει» τη λαϊκή παράδοση, τον ρυθμό του ρεμπέτικου με την ροκ επανάσταση και την πολιτική αγωνία της νεολαίας, δημιουργώντας ένα εντελώς δικό του μουσικό ιδίωμα. Οι στίχοι του, άλλοτε αφηγηματικοί, άλλοτε αλληγορικοί, δεν κολακεύουν· αντίθετα, αγγίζουν τον ακροατή και τον ταρακουνούν και μετουσίωναν το τραγούδι σε άποψη ζωής. Δεν υπήρξε ποτέ «εύκολος». Ήταν όμως αυθεντικός, και αυτό είναι που μένει. Ο Σαββόπουλος δεν φοβήθηκε ποτέ να πει τις αλήθειες του κόσμου, να σατιρίσει και να προβληματίσει, να μιλήσει με χιούμορ, αλλά και σοβαρότητα για τα στραβά της κοινωνίας μας. Αυτός ο αυτοσαρκασμός, η αγωνία αλλά και η ελπίδα, ήταν το μυστικό της απήχησής του.
Σήμερα, το ελληνικό τραγούδι χάνει όχι μόνο έναν μεγάλο δημιουργό, αλλά και έναν τρόπο σκέψης — έναν τρόπο να διαβάζει κανείς την εποχή του μέσα από μελωδίες και λέξεις.





