«ΕΠΙ ΤΗ ΕΠΕΤΕΙΩ ΤΗΣ 28ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940» «ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΟΙ ΛΕΥΤΕΡΩΘΗΚΑΝ»

«ΕΠΙ ΤΗ ΕΠΕΤΕΙΩ ΤΗΣ 28ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940» «ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΟΙ ΛΕΥΤΕΡΩΘΗΚΑΝ»

Κείμενο του  ΔΗΜ. Σ. ΛΟΥΚΑΤΟΥ

Συντάκτης του Λαογραφικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών

Αθήνα, 15 Νοέμβρη 1945

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: «ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ», ΑΘΗΝΑ


Επιμέλεια αναδημοσίευσης: 

Σοφία Πιστοφίδου-Τσόγκα, Καθηγήτρια Φιλόλογος


«ΑΓΡΑΠΙΔΙΕΣ»

Ποτέ δέ θά ξεχάσω τοῦτο τό φιλόξενο προσφυγικό χωριό, ἕνα γραφικότατο συνοικισμό Ποντίων στό νομό τῆς Φλώρινας, πού ἕνα δειλινό, ἐκεῖνες τίς μέρες τις ἀξέχαστες τοῦ τραγικοῦ μας γυρισμοῦ ἀπό τήν Ἀλβανία, μᾶς περιμάζεψε μέσα ἀπ’ τό δρόμο στοργικά, καί παραστάθηκε στόν πόνο μας ὅλο φροντίδα καί λαχτάρα, ὅλο στοργή, σάν νά ἤμαστε παιδιά του. 

Σειρές ἀτέλειωτες κατεβαίναμε τότε τό δημόσιο δρόμο, μπουλούκια ἀδέσποτα κι’ ἐγκαταλειμμένα, στρατιῶτες ἀργοπορημένοι κι’ ἄβουλοι ἀφημένοι στήν τύχη καί στήν πρωτοβουλία ὁ ἕνας τ’ ἀλλουνοῦ. Μᾶς ἔδερνε ὁ ἀέρας κι ἡ βροχή, μᾶς ἔδερνε κι’ ἡ πεῖνα, μᾶς πλάκωνε τό στῆθος ἡ φοβερή ἀγωνία γιά τήν τύχη μας. 

Τά τοπεία διάβαιναν ἀπό πλάϊ μας ψυχρά κι’ ἀμίλητα καί τ’ ἀνθισμένα δέντρα τοῦ Μακεδονικοῦ κάμπου, λές καί δέν ἔδειχναν στά μάτια μας τήν ὀμορφιά τους. Τίποτα δέ χαιρόμαστε ἀπό τή φύση, τό ἄφθονα ἀνοιξιάτικο πράσινο, τόσο θερμό κι’ ἐλπιδοφόρο ἄλλοτε, δέ μᾶς συγκινοῦσε. Πεινούσαμε κι’ ἤμαστε φοβερά κουρασμένοι. Σέρναμε τίς λυωμένες ἀρβύλες μας κι’ οἱ ξεκάρφωτες σιόλες μᾶς κροτάλιζαν πάνω στήν ἄσφαλτο διπλᾶ. Μερόνυχτα ξάγρυπνοι, προπηλακισμένοι ἀπ’ τις λαρυγγικές φωνές τῶν Γερμανῶν, μισόγδυτοι ἀπό τ’ἁρπαχτικά χέρια τους, κατηφορίζαμε ἀμίλητοι πρός τό Ἀμύνταιο -μίλια καί μίλια στρατοκόποι- μέ κάποια ἀβέβαιη ἐλπίδα πὼς θά βρίσκαμε τραῖνο γιά τό ταξίδι μας. 

Εἴχαμε γυρίσει ὡς τότε χῶρες καί χωριά. Ἀνεβήκαμε βουνά καί κατεβήκαμε κάμπους. Καλημερήσαμε δειλά ἀνθρώπους πού μᾶς ἐκοίταζαν βλοσυρά, καί γελάσαμε θαρρετά σέ ἄλλους, πού μᾶς καλημέρησαν πρῶτοι. Γνωρίσαμε χαρακτῆρες καλούς καί κακούς. Ξεχωρίσαμε χωριά φιλόξενα καί πρόθυμα, ἀνάμεσα σ’ ἄλλα ἄπονα καί ψυχρά. Ὁ δρόμος μας ἦταν ἀλλοῦ χαρά κι ἀλλοῦ παράπονο. Ἄλλοι μᾶς δρόσισαν πρόθυμα μέ νερό, ἄλλοι ζήτησαν γιά ἕνα κομμάτι ψωμί νά πάρουν τ’ ἄρβυλα καί τίς κουβέρτες ἀπό πάνω μας!... 

***

Μά οἱ πρόσφυγες, ὅπου κι ἄν τούς συναντήσαμε, μᾶς κοίταξαν μέ στοργή. Μέ τόν τρόπο τους ἔδειξαν πὼς ξέρουν ἀπό συμφορές. Σάν εἶδαν τίς θλιβερές λιτανεῖες τῶν παιδιῶν τῆς Ἑλλάδας, πού τόσο ξαφνικά βρέθηκαν στούς δρόμους της ξυπόλητα καί πεινασμένα, προδομένα κι ἄστεγα, θυμήθηκαν τό δικό τους -ἐδῶ κι εἴκοσι χρόνια- προσφυγικόν ξεσηκωμό. Ἔνιωσαν γι’ αὐτό βαθύτερα τόν πόνο μας. Κατέβηκαν στούς δρόμους κι ἄνοιξαν διάπλατη τήν ἀγκαλιά τους καί μᾶς εἶπαν: 

-Παιδιά μας, ἐλᾶτε στά σπίτια μας, ἐλᾶτε νά φᾶτε ὅ,τι ἔχουμε καί νά ξεκουραστῆτε. Ἐλᾶτε νά σᾶς πλύνουμε τά πόδια καί νά σᾶς ξεψειριάσουμε. Μή ντρέπεστε. Ὁ πόνος σας εἶναι καί πόνος δικός μας. Ὁ ἄνθρωπος ἔτσι πρέπει νά σκέφτεται γιὰ τὸ συνάνθρωπό του. Κι’ ἐμεῖς σκεφτόμαστε τώρα τίς μανᾶδες σας, πόσο θά λαχταροῦν, ἐκεῖ πού βρίσκονται, γιὰ σᾶς... 

***

Ἀγραπιδιές! Ἕνα μικρό προφυγικό χωριουδάκι, ἐποικισμένο πιό πολὺ ἀπὸ Ποντίους, λίγο πιό πάνω ἀπὸ τὸ δρόμο πού κατεβαίνει ἀπὸ τὸ Λέχοβο καί πάει στ’ Ἀμύνταιο. Κτισμένο γραφικά πάνω στά πλάγια τοῦ βουνοῦ τῆς Νέβισκας, δροσισμένο μέσα στ’ ἄφθονα νερά του, ἰσκιασμένο κάτω ἀπό τίς ψηλές του λεῦκες, στέκει πάνω ἀπ’ τό δημόσιο δρόμο καί τὸν βλέπει νά χάνεται μακριά στόν κάμπο τῶν Καϊλαριῶν. 

Σ’ αὐτὸν τὸ δρόμο, πάνω ἀκριβῶς στό σταυροδρόμι τους, βρήκαμε τούς Ἀγραπιδιῶτες -Ποντίους καί Θρᾶκες- νὰ μᾶς καρτεροῦν. Οἱ γυναῖκες τους μέ τίς ποδιὲς γεμᾶτες φαγητά, -ψωμί ζεστό κομμένο σέ μεγάλες φέτες, τυρί παχύ, γιαούρτι στά τσουκάλια μέσα- μᾶς σταμάτησαν πρῶτες. 

-Καλό δρόμο νάχετε, λεβέντες μου! Καθῆστε λίγο νά πάρετε τὴν ἀνάσα σας καί νὰ φᾶτε κάτι. 

Κι’ οἱ ἄντρες τους μᾶς ἔφεραν ρακί, μᾶς ἔδωσαν τσιγάρο καί στρώθηκαν μαζί μας στό γρασίδι κατάχαμα κι’ ἔπιασαν τὴν κουβέντα. Μᾶς ρώτησαν στή γλῶσσα τους τή λαζική γιά τίς πατρίδες καί τὰ σπίτια μας, γιὰ τὰ ξενύχτια καί τις τρομάρες μας, γιὰ τὸν πόλεμο καί γιὰ ὅλα. Κι’ αὐτοὶ κι’ οἱ γυναῖκες τους μᾶς κοίταζαν μὲ πρόσωπα γελαστά, μὲ μάτια ὅλο συμπόνια. Ἦταν γιὰ μᾶς μεγάλο ξεκούρασμα ἐκεῖνος ὁ πρόχειρος σταθμός• ἦταν δυνατή τόνωση στὸ σῶμα καί στή ψυχή μᾶς τὸ κουράγιο ποὺ μᾶς ἔδωσαν οἱ καλοὶ αὐτοὶ ἄνθρωποι. Ἀρχίσαμε νὰ νιώθουμε πιό στοργικὴ τὴν Ἑλλάδα. 

Ἕνας γέρος μὲ κάτασπρα σμιχτά ματόφρυδα ἦρθε κοντά μου καθώς ξεκινούσαμε. 

-Μεῖνε ἐσὺ παιδί μου, μοῦ εἶπε, φαίνεσαι πολύ κουρασμένος. Τό χωριό μας εἶναι μικρό, μὰ εἶναι φιλόξενο, θά ξεκουραστεῖς ὅσο θέλεις, κι’ ὕστερα πάλι παίρνεις τό δρόμο. Τώρα εἶναι βράδυ. Ποῦ θὰ πᾶς μέσα στήν ἐρημιά; 

Θυμήθηκα τήν περικοπή τῆς Γραφῆς: «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν ὅτι πρὸς ἐσπέραν ἐστὶ καί κέκλικεν ἡ ἡμέρα....» 

Ἀνέβηκα τὸ δρόμο τοῦ χωριοῦ καί στὰθηκα μπροστά στή βρύση του νά ξαποστάσω. Ἦταν ἡ ὥρα ἐκείνη, ἡ γλυκειά τοῦ δειλινοῦ, ποὺ τὰ ζῶα γυρνοῦν ἀπὸ τή βοσκή τους. Μικρά παιδάκια ἐκάλπαζαν ἐπάνω στ’ ἄλογα ποὺ τὰ ἔφερναν ἀπό τὰ λιβάδια πίσω στό χωριό καί οἱ μεγαλόκορμες ἀγελάδες μούγκριζαν τρυφερά, ἀναζητώντας τὰ μοσχαράκια τους. Κοριτσούδια καλοσουλούπωτα, μὲ στεφάνι τις πλεξοῦδες τους πάνω στά μαλλιά, κέντριζαν ἀπὸ πίσω τά γαϊδούρια τους, κι’ ἄφθονα τά κοπάδια τῶν προβάτων γέμιζαν τόν τόπο κουδουνίσματα, καθώς τά ἔφερναν νά μαντρωθοῦν. Μακάριες ὧρες, ποὺ τίς χαίρεται τό κάθε μάτι, μά περισσότερο τό μάτι του ἀγαλήνευτου, τοῦ ξεσπιτωμένου, τοῦ ἔρημου! Εἶχα ξεχάσει τώρα καί τὴν πεῖνα καί τὴν κούραση κι ἄφηνα τήν ψυχή μου νά συνεπαίρνεται ἀπὸ τούτην τή βιβλικήν εἰκόνα. 

Τρεῖς χωριανοί ἦρθαν κοντά μου καί μὲ ρώτησαν: 

-Σὲ τίνος σπίτι θὰ πᾶς, καλό παιδί; 

-Ποιός σ’ ἔχει πάρει; 

-Κανείς καλοί μου ἄνθρωποι, δὲν μοῦ εἶπε ἀκόμα τίποτα, τοὺς εἶπα. Καί θὰ ἤθελα πολύ νά μείνω ἀπόψε κάπου. Ἔτσι πρόχειρα, ὅσο νά ξεκουραστῶ. Δέ θέλω οὔτε κρεβάτια, οὔτε τίποτα. Ἔχω ψεῖρες καί δὲν κάνει νά γεμίσω καί σᾶς. Θὰ μ’ εὐχαριστοῦσε ἔστω κι’ ἕνας σταῦλος ζεστός. 

-Ἔλα στό δικό μου σπίτι, πρόφτασε κι’ εἶπε ὁ πιὸ μεσόκοπος ἀπ’ τους τρεῖς. Μέ λένε Λάζαρο. Ἔλα νά ξεκουραστῇς ὅπως θέλεις. 

Πῆρε ἀπ’ τὰ χέρια μου τή κουβέρτα, πῆρε καί τὸ σάκκο μου καί τράβηξε μπροστά. Τό κοριτσάκι του ἔτρεξε χαρούμενο πρὸς τὸ σπίτι του νὰ μᾶς ἀναγγείλη. 

***

Μιά πρόσχαρη γυναῖκα καί μιά καλοκάγαθη γριὰ μὲ ὑποδεχτήκαν. 

-Καλῶς τὸ παιδί μας. Ἔλα γιόκα μου. Ἔλα. Ποῦ εἶναι ἡ παρέα σου; Δὲν ἦταν κι’ ἄλλοι μαζί σου; 

-Ὄχι, θεῖα, τῆς ἀπάντησα συγκινημένος. Τούς πῆραν σ’ ἄλλα σπίτια. 

- Ἔννοια σου καί δὲ θὰ μείνῃ κανείς σας, δίχως νὰ τὸν κοιτάξουμε, στό χωριό μας. Ἔλα ἐσὺ τώρα νά μείνης μαζί μας, καί μὴ στενοχωριέσαι. 

Ἡ πρόσχαρη γυναῖκα τοῦ κυρ Λάζαρου, ἡ κυρά- Εὐδοκία εἶχε κι’ ὅλας ἀρχίσει νά φροντίζῃ γιά με. Ἕνα πελώριο καζάνι μὲ νερό ἔβραζε πάνω στή στιά καί σέ λίγο, ὕστερα ἀπό κάμποσες κουβέντες, πού κάναμε μὲ τοὺς ἄλλους, μὲ φώναξε: 

-Ἔλα νά πλυθῇς. Μὴ στέκεσαι. Μπές μέσα στή σκάφη καί ρῖξε ὅσο νερό θέλεις. Νὰ καί σαπούνι, νὰ καί ροῦχο νά σκουπιστῇς. Κι’ ὅταν τελειώσης, σοῦ ἔχω ἐδῶ ἀσπρόρρουχα ν’ ἀλλάξεις. Μή φορέσῃς τίποτα ἀπὸ τὰ δικά σου. Ἄστα νά τά βράσω ὅλα, νά καθαρισθοῦν. Θά σοῦ δώσω ἐγὼ κι’ ἀπ’ ὅξου ροῦχα, νά ντυθῇς. Θὰ σοῦ δώσω καί παντοῦφλες, ν’ ἀλαφρώσουν τά πόδια σου. 

Ποτέ στή ζωή μοῦ δὲν συγκλονίστηκα ἀπὸ εὐγνωμοσύνη τόσο, ὅσο τίς ὧρες, πού κλεισμένος μέσα στή ζεστή κουζίνα τους, ἔνιωθα τό κορμί μου ν’ ἀναλυώνῃ ἀπὸ τὴν ἡδονῆ καί τὴν ξεκούραση τοῦ λουτροῦ. Θεέ μου, πόσο πρέπει ν’αγαπᾶς τέτοιους ἀνθρώπους, ποὺ ἔτσι ἁπλὰ καί πρόθυμα κάνουν τό καλό !.. 

Σέ λίγο βρισκόμαστε καθισμένοι γύρω ἀπὸ ἕνα χαμηλό τραπέζι, γεμᾶτο ἀπ’ ὅλα τ’ ἀγαθά. Εἶχαν κι’ ὅλας σφάξει, ἐπίτηδες γιά μένα, ἕνα ἀρνὶ καί τώρα ἄχνιζε ζεστή μπροστά μας μαγειρίτσα. Στή μέση μοσχοβολοῦσαν φρεσκοτηγανισμένα τὰ μεζεδάκια, κι’ ὁλόγυρά μας, φέτες μεγάλες, τό ψωμί φρέσκο καί σπιτικό, μᾶς ἐβίαζε ν’ ἁπλώσουμε τά χέρια. Μά περιμέναμε νά καθήσῃ κι’ ἡ γριά, ἡ θεία Κυριακίτσα, νὰ κάμει πρώτη τό σταυρό της καί ν’ ἀρχίσῃ. 

-Καλῶς ἐκόπιασες, κυρ Δημητρό, στό φτωχικό μας. Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς συχωρέσῃ, ἄν δέν περάσῃς καλά στό σπίτι μας! 

-Καλῶς σᾶς βρῆκα, τοὺς ἀπάντησα, μὲ τὴ συγκίνηση ἕτοιμη νά ξεσπάσῃ. Ὁ Θέὸς πρέπει νὰ σᾶς εὐλογῇ γιὰ ὅσα μοῦ κάνετε. Κι’ ἀρχίσαμε νά τρῶμε.. 

Ἀμίλητος, σκεφτόμουν τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν τὴν ἀγνότητα καί τὴν καλοσύνη. Σκεφτόμουν πόσο σπάνιες ἔγιναν πιὰ στή ζωὴ οἱ ἰδιότητες αὐτὲς καί ἔνιωθα σάν ντροπή πού βρισκόμουν ἀνάμεσά τους, ἀντιπρόσωπος ἐγὼ τῆς χαλασμένης πρωτευουσιάνικης ψυχῆς. Στά δικά τους ὅμως τά μάτια ἔλαμπε ἡ χαρά γιὰ τὴν παρουσία μου, κι’ ἔβλεπες σ’ ὅλες τίς κινήσεις τους τήν προθυμία νὰ μ’ εὐχαριστήσουν. 

Δὲν σέ ρωτᾶμε, οὔτε ποιός εἶσαι, οὔτε γιὰ τὴν πατρίδα σου. Φάε τώρα ὅσο σοῦ κάνει ὄρεξη κι’ ὕστερα ἀνέβα νά κοιμηθῇς. Σοῦ συγυρίσαμε τό μοναχικό δωμάτιο. Αὔριο πάλι ἐδῶ εἶμαστε καί τὰ λέμε. Ξέρουμε τί θὰ πῇ κούραση. Γυρίσαμε κι’ ἐμεῖς τὸν κόσμο καί ξέρουμε ἀπὸ μουσαφίρη. 

Τί σημασία ἔχει ἂν ὅλα τοῦτα λέγονται τό 1941 στή Μακεδονία; Εἶναι τὰ ἴδια ποὺ ἐδῶ καί τριάντα αἰῶνες εἰπώθηκαν στή Σπάρτη ἀπὸ τὸ Μενέλαο στό γιὸ τοῦ Ὀδυσσέα: 

«Σίτου θ’ ἅπτεσθον καί χαίρετον• αὐτὰρ ἔπειτα δείπνου πασσαμένω εἰρησόμεθ’ οἵτινες ἐστόν» 1 

***

Φιλοξενία! Ἑλληνική ἀρετὴ πανάρχαιη, εὐγενικιά, συχνή εὐτυχῶς ἀκόμα στό λαό μας μέσα. Ἄδολη σχέση ἀνυστερόβουλη, πού δένει τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἀγάπη καί μὲ γνωριμίες. Συνήθεια πολύτιμη, πού δίνει τή χαρὰ τὸ ἴδιο σέ κείνους πού φιλοξενοῦνται καί σὲ κείνους πού φιλοξενοῦν καί πού συγκεντρώνει ὅλες τίς ἀνθρωπινές ἰδιότητες, ἀπὸ τὴν κουβαρδοσύνη ὡς τήν τιμή. 

Εἶναι μεγάλο πλήγωμα γιά τήν ψυχή σου, νά βρεθεῖς ἄγνωστος σ’ ἕναν τόπο ἀνάμεσα σ’ ἀγνώστους ἀνθρώπους, κι’ οὔτε ἕνας νὰ μὴ σέ πλησιάσῃ καί νά σοῦ γελάσῃ φιλικά. Ἀπομένεις ξεκάρφωτος ἀνάμεσα σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, κι’ ἄθελὰ σου βλέπεις τή χώρα τους σάν καταραμένη. Μὰ ἀντίθετα, τί ζεστασιά, τί χαρά νιώθει ἡ ψυχή σου, σάν σέ καλέσουν σπίτι τους οἱ ἄνθρωποι κι’ ἀνοίξουν τὴν καρδιά τους ἀγνὰ κι’ ἀπονήρευτα νὰ σοῦ χαρίσουν ὅ,τι ἔχουν. 

***

Εἴκοσι μέρες μὲ κράτησαν σέ κεῖνο τὸ χωριό, εἴκοσι μέρες πού τίς ἔζησα ἔντονα, δίχως πλήξη, δίχως χασομέρι. Κατέβηκα μαζί μὲ τοὺς ἀνθρώπους του στόν κάμπο καί τοὺς ἐχάρηκα καθώς ὄργωναν τὴ γῆ. Ἀνέβηκα στή ράχη κι’ ἄκουσα τή φλογέρα τους ὅταν ἔβοσκαν τά ζωντανά τους. Κάθησα πλάϊ τους τ’ ἀπόβραδα στή βρύση καί τοὺς κουβέντιασα. Πῆρα κοντά μου τά παιδιά τους καί τὰ διάβαζα στ’ ἀναγνωστικά τους. 


Βασανισμένοι πρόσφυγες κι’ αὐτοὶ, πού σ’ ὅλη τή ζωή τους δέ στάθηκαν κάπου μόνιμα. Πάροικοι παντοῦ, ξεσπιτώνονταν ἀμέσως μόλις νόμιζαν πὼς βολεύτηκαν. Πρῶτα στὸν Πόντο μὲ τοὺς Τούρκους, ὕστερα στό Νοβοροσίσκι μέ τούς Ρώσσους, ὕστερα πάλι στήν Τουρκία κι’ ὕστερα στήν Ἑλλάδα, ποὺ τὴν ἐγύρισαν κι’ αὐτὴν ἀπὸ πάνω ὡς κάτω ὥσπου βρῆκαν τοῦτον τὸν τόπο καί στάθηκαν. 

-Καί τώρα τί θὰ γίνη πάλι; Μέ ρωτοῦν μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ ξέρω νά μαντέψω κάτι γιὰ τὸν πόλεμο. 

Τί νά μαντέψω; Ποιός ξέρει τί τούς μέλλεται νά τραβήξουν ἀπὸ τοὺς ἄγριους εἰσβολείς, ἔτσι καθώς ζοῦν ἐδῶ πάνω μόνοι τους, στήν ἄκρη τῆς Ἑλλάδας! 

Κουβέντιασα πολύ μαζί τους κι’ ἔνιωσα τίς λαχτάρες καί τίς ἀγωνίες τους. Μὰ ὅσο μοῦ μιλοῦσαν γιὰ συφορές, τόσο ξεχώριζα μέσα στ’ ἄσπρα μαλλιά τους τήν αἰώνια δύναμη καί τὴν ζωντάνια τῆς πολυβασανισμένης μας φυλῆς. Γαλήνεψε ἡ ψυχή μου κοντά τους καί θὰ ἤθελα πολὺ νὰ ἤμουν πάντα μαζί τους, νά γίνω ὅπως κι’ αὐτοί. Ἕνα μὲ τὴ γῆ, τὴν Αἰώνια Γῆ, πού βλέπει ἀτάραχη τὰ σύννεφα καθὼς περνοῦν ἀπὸ πάνω της ἄλλοτε μαῦρα κι’ ἄλλοτε σκοτεινά, πού δέχεται τό ἴδιο πρόσχαρα τὸν ἥλιο καί τίς μπόρες, μὰ πάντα παραμένει ζείδωρη καί ζωντανή. 

***

Πρόσφυγες! Πόσες φορὲς τὸ σκέφτηκα μὲ τύψεις, πὼς δὲ φερθήκαμε ὅπως ἔπρεπε οἱ ἄλλοι Ἕλληνες μαζί τους! Τούς κάναμε συχνά νά ντρέπωνται νά ποῦν πὼς εἶναι πρόσφυγες. Τούς εἴπαμε Τουρκόσπορους καί τούς κοιτάξαμε μὲ μῖσος ὅταν δὲν ψήφιζαν τό κόμμα μας. Δὲν τοὺς δεχτήκαμε μέ στοργή. Κι’ ὅμως ὁ ἐρχομός τους στήν Ἑλλάδα, ἡ ἐγκατάστασή τους ἀνάμεσά μας, στάθηκε σταθμός στήν ἱστορία τῆς καινούργιας μᾶς ζωῆς. Μαζί μέ τίς συνήθειές τους, τίς γνώσεις τους, τίς λαϊκές τους τέχνες. ἔφεραν στήν Ἑλλάδα τήν πλατύτερη σκέψη τους, τὴν ἀπέραντη Ἀνατολίτικη Ψυχή τους, τή φιλόξενη καρδιά τους, ὅλο καλωσύνη κι’ ἀνθρωπιά. 

Μπῆτε στὰ σπίτια τους, νά χαρῆτε τό νοικοκυριό τους, τό καλαίσθητο καί καθαρό. Καθῆστε σταυροπόδι στό τραπέζι τους τό χαμηλό καί φᾶτε ἀπὸ τὰ νόστιμα φαγητά τους. Κουβεντιάστε μαζί τους καί θ’ ἀκούσετε ἀπ’ τούς γέρους τους σοφά ρητά, σκέψεις πλατιές καί βιβλικές ἱστορίες. Χαρῆτε τή διάλεκτό τους μὲ τὰ φθογγολογικά παιγχίδια της, χαρῆτε τά Ποντιακά, μὲ τὸ ἀρχαϊκὸ λεκτικό τους. Καμαρῶστε τὰ παιδάκια τους, πού σκορπισμένα στῆς Ἑλλάδας τά πέρατα, ἀνάμεσα πολλές φορές σέ ξενόγλωσσους, παίζουν τά πανελλήνια παιγνίδια τους, καλοντυμένα καί καθαρά. Μονάχα ἔτσι θὰ τοὺς γνωρίσετε καλά. Καί θὰ βρῆτε τότε πραγματική χαρά πλάϊ στοὺς ἀνθρώπους αὐτούς, τούς καλόβολους κι’ ὑπομονετικούς, ποὺ μᾶς περίμεναν μακρόθυμα τόσον καιρό, ὥσπου νὰ τοὺς ἀγαπήσουμε. Δὲν ἔπαψαν οὔτε στιγμὴ νὰ δουλεύουν γιά τόν τόπο μας. Στή συγκινητική τους προσπάθεια νά ξαναστήσουν τό νοικοκυριό τους, ἔκαμαν μεγάλο καλό στήν Ἑλλάδα. Ζωντάνεψαν τή χέρσα γῆ, ξελόγγωσαν τὰ προβούνια γέμισαν ἀπὸ σιτάρια καί καπνά τις ἀποθήκες μας. Καί τώρα στή μεγάλη συφορὰ τῆς σκλαβιᾶς τῆς πατρίδας μας, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ στάθηκαν πραγματικοί Ἀκρίτες, ἡρωικά θύματα κι’ ἀντάρτες ἐκδικητικοὶ στὰ βουνά τῆς Μακεδονίας. Τότε στόν τραγικό μας γυρισμό, πρῶτοι αὐτοὶ μᾶς ἄνοιξαν τὴν ἀγκαλιά, καί στάθηκαν γιὰ μας πατρίδα καί γονιοί, μᾶς ἔδωσαν κουράγιο ν’ ἀντικρίσουμε τή νέα μας ζωή. Κι’ ὕστερα πῆραν τὰ βουνά καί χτύπησαν ὅπου μπόρεσαν τόν καταχτητή. 

Καί μόνο γιὰ τοῦτο τους τό φέρσιμο ἀξίζει νὰ βλέπουμε τούς πρόσφυγες μέ θαυμασμό κι’ εὐγνωμοσύνη, νὰ τοὺς κοιτάζουμε μ’ ἀγάπη καί στοργή, σὰν ἀδελφούς, νά τόχουμε χαρά πῶς ζοῦν ἀνάμεσά μας. 


Ἀθήνα, 15 Νοέμβρη 1945

ΔΗΜ. Σ. ΛΟΥΚΑΤΟΣ

Συντάκτης τοῦ Λαογραφικοῦ Ἀρχείου τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν


 1 Ὀδυσσ.Δ. στίχ. 60-61. «Ἁπλῶστε χέρι στό φαγί, χαρῆτε το• κατόπι σάν καλοφάτε, σᾶς ρωτῶ ποιός νάστε κι’ ἀπὸ ποῦθεν, (Μετάφρ. Ἑφταλιώτης)

Εφημερίδα Λαός
ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: Εφημερίδα Λαός - Τοπική Εφημερίδα

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Μήνυμα του Δημάρχου Νάουσας Νίκου Κουτσογιάννη για την  Εθνική Επέτειο  της 28ης Οκτωβρίου

Μήνυμα του Δημάρχου Νάουσας Νίκου Κουτσογιάννη για...

Η 28η Οκτωβρίου 1940 δεν είναι απλώς μια ημερομηνία στο...

Μήνυμα του Δημάρχου Βέροιας Κ. Βοργιαζίδη για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940

Μήνυμα του Δημάρχου Βέροιας Κ. Βοργιαζίδη για την...

Σήμερα γιορτάζουμε μια από τις λαμπρότερες σελίδες...

Μήνυμα του Βουλευτή της Ελληνικής Λύσης Βασίλη Κοτίδη για την επέτειο του «ΟΧΙ»

Μήνυμα του Βουλευτή της Ελληνικής Λύσης Βασίλη Κοτίδη...

Η 28η Οκτωβρίου 1940 αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές...

Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΠΑΤΡΙΑΣ  ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ   Η ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ  ΤΗΣ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ Εἷς οἰωνός ἄριστος, ἀμύνεσθαι περί πάτρης (Ομήρου Ιλιάδα Μ 243)

Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΠΑΤΡΙΑΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ Η...

Γράφει ο Αναστάσιος ΒασιάδηςΟι επισφαλείς διεθνείς...

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΟΡΤΗΣ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2025

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΟΡΤΗΣ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ...

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,Συμπληρώνονται σήμερα 85...

Κέντρο Κοινότητας Δήμου Βέροιας: Δράση εμβολιασμού παιδιών σε καταυλισμούς Ρομά, κατά της ιλαράς

Κέντρο Κοινότητας Δήμου Βέροιας: Δράση εμβολιασμού...

Με επιτυχία ολοκληρώθηκε στις  22 Οκτωβρίου 2025 η δράση...

Θεία Λειτουργία και τέλεση πάνδημου ετήσιου μνημόσυνου στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα

Θεία Λειτουργία και τέλεση πάνδημου ετήσιου...

Το Διοικητικό Συμβούλιο του Σωματείου «Άγιος Γεώργιος...

Δόθηκε σε κυκλοφορία η Οδός Ζαφειράκη στη Νάουσα

Δόθηκε σε κυκλοφορία η Οδός Ζαφειράκη στη Νάουσα

Ο Δήμος Ηρωικής Πόλεως Νάουσας και η Αντιδημαρχία...

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΑΡΘΡΩΝ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ # ΝΕΑ

Σχετικά άρθρα

Η είδηση της αιφνίδιας απώλειας του 66χρονου ηλεκτρολόγου Γιώργου Κουτσιώνη, το πρωί της Τετάρτης (29/5/2024), σκόρπισε θλίψη στην κοινωνία της Βέροιας.  Ο Γιώργος Κουτσιώνης υπήρξε άριστος επαγγελματίας και...

Θανατηφόρο τροχαίο σημειώθηκε σήμερα, πρωί Δευτέρας 1 Απριλίου, λίγο πριν τις 10.00, στην Πατρίδα Βέροιας, όταν  ΙΧ αυτοκίνητο που κινούνταν απο Βέροια προς Νάουσα , ξέφυγε απο τον έλεγχο, πέρασε στο αντίθετο...

Από τη Διεύθυνση Περιβάλλοντος - Καθαριότητας και Πολιτικής Προστασίας του Δήμου Βέροιας, ανακοινώνεται ότι επικαιροποιήθηκε από την ΕΜΥ, το έκτακτο δελτίο επιδείνωσης καιρού, το οποίο για την περιοχή μας,...

Ο χαρακτηριστικός ήχος και το προειδοποιητικό μήνυμα από το 112 ελήφθη πριν λίγο(απόγευμα Δευτέρας 04/9) από τους κατοίκους σε όλη την Ημαθία. Το «καμπανάκι» από την Πολιτική Προστασία χτύπησε λόγω της...