Του Θανάση Μελετίδη
Από τα χαράματα των Χριστουγέννων η κυρά – Φανή ήταν στο πόδι. Το πρώτο που έκανε ήταν να ανάψει με καυσόξυλα τις δυο σόμπες του σπιτιού της. Στα χίλια μέτρα που ήταν το υψόμετρο του μικρού της χωριού έκανε ψοφόκρυο. Κατόπιν τάισε τον γέρο σκύλο της και τις πολλές αδέσποτες γάτες που συνήθιζαν να χώνονται κάτω από τα ραγισμένα κεραμίδια της στέγης της, για να ζεσταίνονται.
Πριν μπει στο σπίτι, για να αρχίσει τις ετοιμασίες, έριξε μια ματιά στο χωριό της, ψιθυρίζοντας «Καλά Χριστούγεννα». Μέσα από τα χιονισμένα έλατα διέκρινε στο βάθος το σπίτι της φίλης της, της κυρά – Μάρως. «Αχ! Η καημένη! Τα πόδια της δεν μπορεί να πάρει, κι όμως στο θαμπό παραθυράκι της φλόγες τρεμοπαίζουν! Ίσως να περίμενε κι αυτή επισκέψεις. .. Και να μην ξεχάσω να της στείλω κουλουράκια, μελομακάρονα και κουραμπιέδες με το παιδί μου.» σκέφτηκε. Είχε τόσα να κάνει που ούτε πρόσεξε δυο χιονοψάλτες που χοροπηδούσαν μες στα χιόνια της αυλής της…
Ξεκίνησε ανοίγοντας φύλλο για την πίτα. Αφού άνοιξε καμιά εικοσαριά αλίμενα όλα με ελαιόλαδο και τα γέμισε με τυρί και ένα σωρό χορταρικά που μόνο στο βουνό της μπορούσε να βρει κανείς, έβαλε το ταψί στον φούρνο της ξυλόσομπας. «Τέτοια πίτα πού να βρεις στην πόλη…», απαντούσε στον γιο της, καθώς τον φανταζόταν να τρώει το ένα κομμάτι πίσω απ’ τ’ άλλο.
Μόλις τελείωσε με την πίτα, άρχισε να ετοιμάζει μελομακάρονα, κουλουράκια και κουραμπιέδες. Τα άφησε στην άκρη, για να αρχίσει να τα ψήσει ένα ένα μόλις θα έβγαζε την πίτα. Ύστερα ετοίμασε και την κοτόσουπα – δεν υπήρχε τίποτα πιο λαχταριστό και γιορτινό στην παγωνιά που επικρατούσε…
Κάθισε δίπλα στη σόμπα, για να ελέγχει το ψήσιμο και για να κοιτά τον δρόμο από το παραθυράκι που ήταν από πίσω, περιμένοντας να έρθει η οικογένεια: ο γιος της, η νύφη της και τα δυο της εγγόνια. «Να μην ξεχάσω να τους ετοιμάσω γιορτινά πακετάκια με τα καλούδια που ετοίμασα», μονολόγησε και ευθύς σηκώθηκε και καλού κακού άφησε πάνω στο τραπέζι πολύχρωμες κορδέλες και χάρτινα κουτιά με χιονισμένα έλατα. «Τώρα δεν πρόκειται να ξεχάσω», είπε περήφανη για τον εαυτό της.
Κόντευε να μεσημεριάσει όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Σκούπισε τα δάκρυά της και υποψιασμένη το σήκωσε. Άκουσε φωνές, ομιλίες, ήχους από μαχαιροπίρουνα και σαν μέσα από βαθιά σπηλιά τον γιο της που της έλεγε πως δε θα μπορέσουν να έρθουν λόγω επικείμενης κακοκαιρίας.
Άρον άρον το έκλεισε, καθώς δεν είχε διάθεση να παίρνει και να δίνει ευχές μέσα από καλώδια. Έβγαλε το τηλέφωνο από την πρίζα και σαν ναρκωμένη αποτελείωσε ό,τι ετοιμασία είχε ξεκινήσει. Τα σκέπασε με πετσετούλες και τα ακούμπησε στο τραπέζι. «Ωραία! Όλα έτοιμα», μονολόγησε. Έβαλε το παλτό της και κάθισε στα σκαλοπάτια της αυλής κοιτώντας τα κάτασπρα γερμένα κλαδιά των ελάτων. Μερικά πουλιά πετούσαν μες στην ομίχλη. Ένα σκιουράκι εμφανίστηκε από το πουθενά μπροστά της, την κοίταξε κατάματα, χοροπήδησε για λίγο και χάθηκε μες στα δέντρα. «Να! Δεν είμαι μοναχή! Τόσα πλάσματα είναι γύρω μου! Και τι πειράζει που δε μιλάνε; Καταλαβαίνουν κι αυτά. Έχουν ψυχούλα κι αυτά!». Και τότε τής ήρθε μια ιδέα:
Ένα τραπέζι παλιό, γερμένο, ξύλινο υπήρχε στην άκρη της αυλής της. «Αχ! καημένο μου! Πόσα χρόνια σε είχα παρατημένο…», σκέφτηκε και άρχισε να το στολίζει. Το καθάρισε από τα χιόνια, το έστρωσε με το αγαπημένο της τραπεζομάντιλο και στο κέντρο του έβαλε ένα μεγάλο κηροπήγιο. Άναψε τα τρία κεριά του και ανακουφίστηκαν τα στραβωμένα της δάχτυλα από τη ζεστούλα τους. Σιγά σιγά ακούμπησε επάνω του ό,τι είχε ετοιμάσει. Κάθισε και ένιωθε πως κάτι περίμενε. Ήταν σίγουρη πως κάτι θα γινόταν. Όμως τα συναισθήματά της ήταν μπερδεμένα, γιατί δεν ήξερε ποιοι ήταν οι καλεσμένοι…
Οι πρώτοι μουσαφίρηδές της ήταν τα γατιά και ο γέρο σκύλος της που με κόπο σηκώθηκε και ξάπλωσε κατάχαμα δίπλα της. Του πέταξε ένα «γενναίο» κομμάτι από το κοτόπουλο. Εκείνος το ‘χωσε ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια κι άρχισε σιγά σιγά να το μασουλάει κουνώντας νωχελικά την ουρά του. Τα γατιά άρχισαν την παραπονιάρικη «συναυλία» τους. Τα ησύχασε σκορπώντας γύρω τους χούφτες από τα καλούδια του τραπεζιού.
Πουλιά, λες και παραφύλαγαν παρατηρώντας, άρχισαν να προσγειώνονται κοντά της περιμένοντας το μερίδιό τους: Πρώτα προσγειώθηκαν μερικοί χιονοψάλτες και δυο τρεις χιονάδες. Ακολούθησαν χιονόστρουθοι, τοιχοδρόμοι και τελευταίος κάθισε πάνω στο καπάκι της κατσαρόλας κι ένας πυρροκότσυφας. Εκείνη ξεσκέπασε τα φαγητά, τα έπιανε χούφτες και τρίβοντάς τα τα έκανε ψίχουλα. Η γιορτή ξεκίνησε!
Όμως στα ψηλά βουνά η μέρα είναι μικρή, ήλιος είχε αρχίσει να χάνεται και η ίδια να ξεπαγιάζει. Σκέφτηκε να πάει μέσα, αλλά ένιωθε πως δεν μπορούσε να σύρει τα πόδια της. Μια γλυκιά ζάλη την συνεπήρε και αποκοιμήθηκε. Ένα παράξενο όνειρο - ή ήταν όραμα; άρχισε να ξετυλίγεται μες στην ομίχλη:
Ήταν Χριστούγεννα και γεμάτη δώρα είχε ξεκινήσει να πάει να ευχηθεί στους φίλους που είχε στο δάσος.
Πρώτα πήγε στην οικογένεια του Σκίουρου. Την υποδέχτηκαν μες στην τρελή χαρά και την προσκάλεσαν μες στη φωλιά τους που ήταν σε ένα ψηλό κλαδί μιας καστανιάς. Ήπιαν καυτό τσάι και έφαγαν σπιτικά κουλουράκια, ενώ τα σκιουράκια τραγουδώντας τα κάλαντα χοροπηδούσαν ολόγυρα μες σε φωτάκια που αναβόσβηναν.
Κατόπιν έφτασε στη φωλιά της κυρά – Αρκούδας, αφήνοντάς της μελομακάρονα με πολύ βουνίσιο μέλι. Δεν ήθελε να την ξυπνήσει, γι’ αυτό και έφυγε γρήγορα.
Μόνο τα παραπάνω από τις χριστουγεννιάτικες επισκέψεις της μπόρεσε να θυμηθεί όταν άνοιξε τα μάτια της και αντίκρισε μες στην ομίχλη τη μητέρα της: «Έλα πουλί μου» της είπε γλυκά και της άπλωσε το χέρι. Τι χαρά! Τι αγαλλίαση! Πετάχτηκε όρθια, χωρίς πια να πονάνε οι αρθρώσεις της, χωρίς πια να κρυώνει. Έπιασε το χέρι της μητέρας της και χάθηκαν μέσα από ένα φωτεινό μονοπάτι που απλωνόταν μες σε λαμπερά, χιονισμένα έλατα.
Ο γέρο - σκύλος της γρύλισε. Δάγκωσε το τσεμπέρι της και άρχισε κουτσαίνοντας το τελευταίο ταξίδι του. Όταν έφτασε στο σπίτι της κυρά – Μάρως το άφησε απαλά μπρος στην πόρτα της, γαύγισε δυο τρεις φορές και κοιμήθηκε για πάντα.
Ο πυρροκότσυφας έκραζε πετώντας στην απέναντι χαράδρα.





