Του Ιερέως Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Μάϊος μήνας, φίλοι αναγνώστες. Μήνας χαράς, ξαναζωντάνεμα της φύσης. Όμως, για εμάς τους Έλληνες, υπάρχει και η άλλη όψη.
Είναι ο μήνας που σημαδεύτηκε με την άλωση της Βασιλεύουσας από τους Τούρκους, 29η Μαΐου. Αποφράδα η μέρα για τον Ελληνισμό. Η λαϊκή μούσα την τραγούδησε θρησκευτικά. Έδωσε, όμως, στους σκλαβωμένους Ρωμιούς και ελπίδες. «Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ναι».
Αθάνατη ψυχή.
Όμως, τα χρόνια πέρασαν, οι ελπίδες έσβησαν. Η πόλη, η Βασιλεύουσα, δεν ξανάγινε δική μας. Κι αν ο ξεσηκωμός του Γένους το 1821 μας ξανάφερε τη λευτεριά, όμως, τα μεγάλα κομμάτια του Ελληνισμού έμειναν σκλαβωμένα. Πλήθη ρωμιών ξεριζώθηκαν από τις προαιώνιες κοιτίδες τους και έκλαψαμε καινούργιες χαμένες πατρίδες.
Γιατί; Μη ρωτάς.
Αλλά, αν μπορείς να μη ρωτάς, μπορείς να μην πονάς; Μπορείς να μην θυμάσαι; Να μην δακρύζεις, όταν σκέφτεσαι τους τόπους εκείνους, που ήταν χιλιάδες χρόνια Ελληνικοί και βρίσκονται τώρα σε ξένα χέρια; Αν μπορείς να μην ρωτάς, μπορείς να μην πονάς όταν βλέπεις τα νιάτα τα Ελληνικά να μην ενδιαφέρονται για αυτούς τους τόπους, γι΄ αυτές τις χαμένες πατρίδες; Να τις έχουν ξεγράψει; Να τις έχουν ξεχάσει. Να μην ξέρουν καν; Αλλά μήπως φταίνε αυτά; Άλλοι είναι υπεύθυνοι.
Αν μπορείς να μη ρωτάς, μπορείς να μην πονάς, όταν οι βάρβαροι απειλούν να ξανάρθουν; «Θα σας επισκεφτούμε μία βραδιά». Είπε ο νέος σουλτάνος διεκδικώντας τα νησιά μας. Μπορείς να μην πονάς όταν σκέφτεσαι πως έτσι που καταντήσαμε, μπορεί να έρθει κάποια στιγμή που θα θεωρηθούν και αυτά μια «κάποια λύση».
Η 29η Μαΐου 1453, απόφράδα ημέρα, εσήμανε το τέλος του Μεσαιωνικού Ελληνισμού. Τετρακόσα χρόνια πικρής σκλαβιάς την διαδέχτηκαν. Τετρακόσα χρόνια πόνοι και βάσανα και πικρίες και καημοί, που καμιά γνώση δεν μπόρεσε ποτέ να πει και καμία γραφή να τα ιστορήσει.
Σήμερα, στην ελεύθερη Ελλάδα, λίγοι τα θυμούνται όλα αυτά. Γιατί πολλοί φρόντισαν να σβήσουν σ’ αυτόν τον τόπο τις ιστορικές μνήμες. Όμως, οι γείτονες μας τις συντηρούν. Πήραν τη «Μεγάλη Ιδέα» που έθρεψε ολόκληρες γενιάς Ελλήνων με το όνειρο και την ελπίδα με την απελευθέρωση όλων των ελληνικών τόπων και την έκαναν δική τους.
Και μιλάνε σήμερα, κάνοντας μάλιστα προκλητικά και χάρτες, για «γαλάζιες πατρίδες». Και κάθε χρόνο γιορτάζουν την Άλωση της Σμύρνης. Το άγριο ξερίζωμα των Ελλήνων από τις αρχαίες προγονικές εστίες. Την εξόντωση, με τη φωτιά και τη σφαγή του άμαχου πληθυσμού.
29η Μαΐου 2025.
Η καλοπέραση μας αποκοίμισε. Ο ατομισμός μας έκλεισε στο καβούκι μας. Ποιος σκέφτεται σήμερα τα παλαιά; Ποιος νοιάζεται για το μέλλον. Το παρόν μόνο μας ενδιαφέρει.
Τι κάνουμε τώρα. Τι μπορούμε να απολαύσουμε σήμερα.
Όμως, παρόν και μέλλον και παρελθόν δεν ξεχωρίζονται.
Το παρελθόν είναι οι ρίζες μας. Το παρόν προσδιορίζει το μέλλον.
Λαοί που κόβουν τις ρίζες τους και χάνουν την ιστορική τους μνήμη, μπορούν να έχουν παρόν, δεν έχουν όμως, μέλλον. Γιατί το μέλλον απαιτεί να είμαστε δεμένοι με το παρελθόν. Να διατηρούμε ζωντανές τις εθνικές μνήμες.
Να έχουμε ιδανικά. Αγάπη για την πατρίδα, παλληκαριά.
Εθνική αξιοπρέπεια. Αλληλεγγύη. Και προς τους εγγύς και προς τους μακράν. Έννοιες ξεχασμένες σήμερα.
Ο χρόνος τρέχει, τα πάντα αλλάζουν. Δεν γυρίζει πίσω. Όμως όλοι μας οφείλουμε να είμαστε αιώνιοι έφηβοι στην καρδιά και στο στοχασμό, να μάθουμε και τα παιδιά μας να προβληματίζονται συνεχώς τη σημερινή πραγματικότητα, χωρίς να ξεφεύγουμε ούτε στιγμή από το πνεύμα των ανατάσεων όποια και είναι η μοίρα μας στον κύκλο των γεγονότων του κόσμου. Μέσα στην ομαδική μνήμη και στην ψυχή του έθνους, να ζούμε το πνεύμα της ιστορικής διάρκειας. Μέσα στην καρδιά μας να ζει ένας ωραίος θρύλος, μια ιδιαίτερη μαγεία, ένα γλυκό όνειρο.
Η λησμονιά είναι ένα τεράστιο εθνικό σφάλμα που οδηγεί στο μαρασμό και στην κατάπτωση. Ας μας συνοδεύει, λοιπόν, εκείνη η πνευματική και ηρωϊκή κραυγή του Νικηφόρου Βρετάκου στη λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη, γεμάτη πόνο αλλά και πίστη. «Οὐκ ἐάλλω ἡ βασιλεύουσα ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων. Ουκ ἐάλλω ἡ ρίζα, ουκ ἐάλλω τὸ φῶς!».
Γι’ αυτό κάθε χρόνο την αποφράδα ημέρα της Άλωσης της 29ης Μαΐου, ο Ελληνισμός ας συνοδεύει με συγκίνηση και καημό τη σκλάβα πόλη στο παρακάτω μοιρολόι.
Η σκλάβα η πόλη κάθεται στο Βόσπορο και κλαίει.
Κι ο φειδωτός ο Βόσπορος της συμπονεί και λέει
«Πες μου, κυρά μου ζηλωτή, πεντάμορφη κυρά μου,
γιατί ποτίζεις δάκρυα τα γαλανά νερά μου;
Σαν τ΄ είναι που μου ζήτησες κι εγώ να μη στο φέρω;
Μήπως σε λύπησε ο φτωχός και δίχως να το ξέρω;
Στα κάτασπρα τα πόδια σου δεν πέρασε ημέρα,
που να μην σου ‘φερα σκυφτός δώρα
απ’ τον κόσμο πέρα.
Τα μύρα της Ανατολής και τα μεταξωτά της
και τα χαλιά τα ατίμητα τα μυριοπλουτιστά της.
Και της Φραγκιάς τ ΄ασημικά και τα χρυσά στολίδια.
Και τ΄ άλλα της τα ξακουστά, τα τόσο δα παιχνίδια.
Πες μου, λοιπόν, γιατί μου κλαις, πεντάμορφη
κυρά μου,
Γιατί ποτίζεις δάκρυα τα γαλανά νερά μου;
Στα κάτασπρα τα πόδια μου δεν πέρασε ημέρα
που να μην μου ‘φερες σκυφτός δώρα
απ’ τον κόσμο πέρα.
Μον΄ένα δώρο λαχταρούν τα μάτια μου και κλαίνε.
Ατίμητο στ΄ ατίμητα, ελευθεριά το λένε»
Ο Βόσπορος που τα άκουσε κοιτάζει την κυρά του
και αναστενάζει θλιβερά στα γαλανά νερά του.