Σε μια περίοδο κατά την οποία οι ισορροπίες στη Μέση Ανατολή παραμένουν εύθραυστες και οι διαθρησκειακές σχέσεις δοκιμάζονται, δύο ιστορικά μνημεία της Ορθοδοξίας βρίσκονται στο προσκήνιο για διαφορετικούς, αλλά ανησυχητικούς λόγους. Η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Ισμαηλίας για την ιδιοκτησία της Μονής Αγίας Αικατερίνης στο Σινά και η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί το 2020 από την τουρκική κυβέρνηση συνιστούν πλήγματα όχι μόνο στην Ορθοδοξία, αλλά και στην παγκόσμια πολιτιστική και θρησκευτική κληρονομιά.
Η Μονή Αγίας Αικατερίνης αποτελεί το αρχαιότερο εν ενεργεία χριστιανικό μοναστήρι στον κόσμο, μνημείο 1.500 ετών, που ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Η απόφαση του αιγυπτιακού Εφετείου, που αποδίδει τις εκτάσεις και τις περιουσίες της στο κράτος, παρά τις διαβεβαιώσεις ότι δεν θα θιγεί η λειτουργία της, έχει προκαλέσει ανησυχία. Η Ελλάδα και το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντέδρασαν έντονα, έχει ξεκινήσει ένας διπλωματικός «πυρετός», επιδιώκοντας τη θεσμική κατοχύρωση του μακραίωνου status quo. Το περιστατικό δείχνει πόσο ευάλωτα είναι τα ελληνορθόδοξα εμβληματικά τοπόσημα σε πολιτικές και νομικές αναταράξεις, ακόμη και σε χώρες με παραδοσιακά καλές σχέσεις με την Ελλάδα.
Λίγα χρόνια νωρίτερα, η μετατροπή της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη σε τζαμί από τον Πρόεδρο Ερντογάν αποτέλεσε ένα ηχηρό μήνυμα αλλαγής στάσης απέναντι στην Ορθοδοξία. Το μνημείο-σύμβολο της χριστιανικής αρχιτεκτονικής και της βυζαντινής παράδοσης, που επί σχεδόν έναν αιώνα λειτουργούσε ως μουσείο, εντάχθηκε στην τουρκική πολιτική ατζέντα, εργαλειοποιώντας τη θρησκευτική ταυτότητα. Η απόφαση αυτή καταδικάστηκε διεθνώς, όχι μόνο από ορθόδοξους φορείς, αλλά και από την UNESCO, την Ε.Ε. και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ως πλήγμα στην πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας.
Τα δύο αυτά γεγονότα αποδεικνύουν ότι οι ορθόδοξοι ιεροί χώροι στη Μέση Ανατολή και τη Μικρά Ασία παραμένουν εκτεθειμένοι σε γεωπολιτικές, εθνικιστικές και νομικές πιέσεις. Το ζήτημα είναι θρησκευτικό, βαθιά πολιτιστικό και διπλωματικό. Η διαφύλαξη της αυτονομίας της Μονής Σινά και της οικουμενικότητας της Αγίας Σοφίας αφορά ολόκληρη την ανθρωπότητα, καθώς πρόκειται για μνημεία που συμβολίζουν την ιστορική συνέχεια, τον διαθρησκειακό διάλογο και την κοινή πολιτιστική κληρονομιά Ανατολής και Δύσης. Ωστόσο αποτελούν και παγκόσμια σύμβολα-φάρους της Ορθοδοξίας ανά τους αιώνες, που βάλλονται με εξόφθαλμο και προκλητικό τρόπο.
Η ελληνική κυβέρνηση και το Οικουμενικό Πατριαρχείο καλούνται, σε συντονισμό με διεθνείς οργανισμούς, να ενισχύσουν τη διπλωματική τους παρουσία και να υπερασπιστούν, πέρα από εθνικά σύνορα, την πολιτιστική και θρησκευτική ταυτότητα της Ορθοδοξίας σε περιοχές υψηλής γεωπολιτικής έντασης. Η έκβαση της υπόθεσης θα κρίνει όχι μόνο την αυτοτέλεια του μοναστηριού αλλά και τη θέση της Ορθοδοξίας σε μια ταραγμένη γεωπολιτικά περιοχή, ενώ θα πρέπει να μας προβληματίσει η «επίθεση» που δέχονται τα ελληνορθόδοξα σύμβολα όπως η Μονή Σινά και πριν λίγο διάστημα η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη.
Ζήσης Μιχ. Πατσίκας
Ένα τέλος, μια νέα αρχή για χιλιάδες υποψηφίους των...
Με την ολοκλήρωση των Πανελλαδικών Εξετάσεων 2025,...