Του ιερέως Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Αν υπάρχει σήμερα κάτι, φίλοι αναγνώστες, που σπάνια κάνει την εμφάνισή τους στην κοινωνία μας, αυτό είναι: η αληθινή αγάπη του ανθρώπου για τον άνθρωπο. Υπάρχουν πολλές μορφές αγάπης, αλλά η μία και πραγματική αγάπη σπανίζει. Έχουμε μάθει οι περισσότεροι να βάζουμε στο επίκεντρο της ζωής μας τον εαυτό μας. Πάνω του εξαντλούμε σχεδόν όλες τις εκδηλώσεις και τις δυνατότητες της αγάπης μας. Έτσι φτάσαμε στην θεοποίηση του εαυτού μας με τη μορφή της ολοκληρωτικής υποταγής μας στο θέλημά του και της αμέσου εκπληρώσεως όλων των γούστων του.
Η αποκλειστική αυτή στροφή μας στο άτομό μας δεν αφήνει βέβαια περιθώρια για σκέψεις ή πράξεις για κάποιον άλλο άνθρωπο, ο οποίος, εν τούτοις, δεν μας είναι ξένος, γιατί είναι αδελφός μας. Το αποτέλεσμα είναι να ορθώσουμε εμείς οι ίδιοι, τείχη ανάμεσά μας, να αυτοαπομονωθούμε μέσα σε ένα τετράγωνο κουτί που μας εξασφαλίζει τη στεγανότητα και να αναπτύξουμε όλες μας τις δυνατότητες. Η κοινωνία μας έχασε σε μεγάλο βαθμό την κοινωνικότητά της που περιορίστηκε σε μερικές άγουστες κοσμικότητες και έγινε στην ουσία ακοινώνητη, αφού και τις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις ανάμεσά μας διαφεντεύει ως επί των πλείστων είτε των συμφέρον, είτε των πρόσχημα.
Στην επικράτηση αυτού του σχήματος συνέβαλαν όχι τόσο οι συνθήκες της ζωής μέσα στις μεγαλουπόλεις, όσο η διάβρωση των συνειδήσεων από αντικοινωνικά συνθήματα, που από χρόνια ρίχτηκαν στον χώρο μας. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ο Φρειδερίκος Νίτσε, (1844-1900), φώναζε δυνατά το «πιστεύω του»: «Η στάση μου απέναντι στο παρόν είναι: Πόλεμος με το μαχαίρι στα δόντια. Οι δυνατοί δικαιούνται να παχαίνουν με τη σάρκα των αδυνάτων. Ο άνθρωπος πρέπει να ξαναγίνει σκληρό και άγριο ζώο. Η σκληρότης είναι η αρετή και η συμπόνια, η χειρότερη από όλες τις κακίες».
Καθώς τα αρπακτικά σαρκοφάγα θηρία κατασπαράζουν και κατατρώγουν τα τρυφερά αρνάκια, έτσι πρέπει να φέρνονται οι δυνατοί άνθρωποι προς τους αδυνάτους και τους ταπεινούς. Ούτε δισταγμό, ούτε μεταμέλεια αισθάνεσαι. Γνώριζε πως όλα επιτρέπονται εκτός της αδυναμίας».
Και ο σοβιετικός πολιτικός Λουνατσάρσκι, (1875-1933), έριχνε το σύνθημα: «Κάτω η αγάπη προς των πλαισίων». Ο Ρώσος συγγραφέας Τουργένιεφ, (1818-1883), με το μυθιστόρημα του «Πατέρες και γιοι» δίδασκε πως η ανθρώπινη ύπαρξη είναι κάτι το τελείως άσκοπο και παράλογο.
Αυτά τα κηρύγματα και πολλά άλλα παρόμοια σκλήρυναν τις καρδιές και πέτρωσαν το αίσθημα. Ξεθώριασαν τις χαριτωμένες νότες της αγάπης μέσα μας και επέβαλαν την προσταγή του μίσους. Ο καθένας κλείστηκε στον εαυτό του και οι πιο τολμηροί έβλαψαν τον διπλανό τους όταν τους δόθηκε η ευκαιρία. Η κοινωνία μας έγινε μια απέραντη ζούγκλα με ενοίκους ανθρωπόμορφα θηρία που αλληλοσπαράζονται χωρίς αίματα και κραυγές, αλλά με το γάντι, με την ευγένεια, την επίλαστη και υποκριτική, με το ψεύτικο χαμόγελο που ρίχνει στάχτη στα μάτια και διευκολύνει τη δουλειά του στιλέτου.
Και η σκληρότητα αυτή επεκτάθηκε γρήγορα και στον χώρο της πρόνοιας. Ο πόνος του άλλου μας αφήνει διάφορος. Αρκεί που δεν πονάμε εμείς. Έγραψε στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Παύλος Νιρβάνας, (Μαριούπολις Ρωσίας: 1866 – Αθήναι:1937): « Έξω από το ναό του Αγίου Διονυσίου στον Πειραιά, ευρέθη πτώμα γέροντος Αρμένιου. Ακολούθησε η απαραίτητη νεκροψία, η οποία απέδειξε ότι ο άνθρωπος απέθανε από ασιτία.
Όλοι φυσικά καθησύχασαν. Δεν επρόκειτο περί εγκλήματος. Αι μυριάδες των σιαγόνων, που μασούσαν αδιακόπως από το ένα πρωί ως το άλλο πρωί, στα διάφορα λαμπρά κέντρα της πόλης και της εξοχής, καθησύχασαν και αυτές.
Δεν επρόκειτο περί εγκλήματος. Η μακαρία κοιλιά των Αθηνών, σε μία λέξη της οποίας προς στιγμήν διεταράχθη η κανονική λειτουργία, ξαναβρήκε και αυτή το ρυθμό της. Δεν επρόκειτο περί εγκλήματος.
Αλλά αν το να παθαίνει κανείς από πείνα μέσα σε μία κοινωνία ανθρώπων, δεν είναι έγκλημα, θα ήμουν περίεργος να μάθω τί ονομάζουμε έγκλημα;
Αλήθεια, όταν η κοινωνία μας δεν είναι κοινωνία αγάπης, της μένει τίποτε άλλο για να μην χαρακτηριστεί κοινωνία μίσους και εγκλήματος;
Και όμως, η αγάπη είναι δύναμη, μοχλός παντοδύναμος, που κινεί και τη γη.
Και είναι κρίμα οι καρδιές να μένουν μακριά της και τα αισθήματα να νεκρώνονται και ο πραγματικός άνθρωπος μέσα μας να μην δακρύζει αλλά να κοιμάται. Στην εποχή μας, φίλοι αναγνώστες, δεν έχουμε ανάγκη από ανθρώπους. Άνθρωποι υπάρχουν πολλοί και μάλιστα δισεκατομμύρια.
Στην εποχή μας έχουμε ανάγκη από συνανθρώπους. Μας λείπει δηλαδή αυτό το -ΣΥΝ. ΠΟΝΑΜΕ: Και δεν υπάρχει αυτό το - ΣΥΝ για να απαλύνει τον πόνο.
ΥΠΟΦΕΡΟΥΜΕ: Και δεν υπάρχει αυτό το - ΣΥΝ για να μας παρηγορήσει.
ΚΛΑΙΜΕ: Και δεν υπάρχει αυτό το - ΣΥΝ για να μας σκουπίσει το δάκρυ αλλά και για να δακρύσει μαζί μας. Και πρέπει να γνωρίζουμε πως τα δάκρυα που τρέχουν για τον πλησίον μας τα δέχεται πάντα ο Θεός, όπως πολύ παραστατικά λέγει ο ποιητής Ι Πολέμης στο πιο κάτω ποίημα του:
«_Από τη γη δύο δάκρυα θερμά
μαργαριτάρια,
ανέβηκαν και στάλαξαν στου Πλάστη
τα ποδάρια.
Κι είπε το πρώτο τρέμοντας, εμπρός
στο θείο θρόνο:
«_Εμένα με έβγαλε η καρδιά για το δικό
της πόνο».
Και ο πλάστης αποκρίθηκε: «_Ούτε
στιγμή μη χάνεις.
Σύρε να γίνεις βάλσαμο τον πόνο της
να γιάνεις».
Κι είπε και τ΄ άλλο τρέμοντας εμπρός
στο θείο θρόνο:
«_Εμένα με έβγαλε η καρδιά για κάποιο ξ
ένο πόνο»!
Κι ο Πλάστης αποκρίθηκε: «_Εσύ μαζί
μου μείνε!
Τις ευσπλαχνίας τα δάκρυα δικά μου
δάκρυα είναι».!