Γράφει η Νανά Παπαϊωάννου
φιλόλογος-λογοτέχνις
Έφυγες, αθόρυβα, Αναστάση, (11 Αυγούστου 2024), όπως, αθόρυβα, ζούσες στο περιθώριο της ζωής. Ασκητής, μέσα σ’ έναν κόσμο θορυβώδη, φορτωμένο έγνοιες και προβλήματα, έναν κόσμο ταραγμένο, συννεφιασμένο και αφιλόξενο.
Μοναχικός, περιφρονημένος, λησμονημένος, σήκωνες το φορτίο της προσωπικής σου ζωής, με μοναδικό αποκούμπι και παρηγοριά, την αγαπημένη σου Παναγία Παλαιοφορίτισσα, που την αποκαλούσες “Μάνα!”.
Καθισμένος στα πέτρινα σκαλιά της εκκλησίας Της, μονολογώντας, Της ψιθύριζες τα παράπονά σου.
έβγαζες τον πόνο σου, άλλοτε δακρύζοντας κι άλλοτε χαμογελώντας, όταν, με τα μάτια της ψυχής, ένιωθες την παρουσία Της. Έσκυβες, τότε, ταπεινά, το κεφάλι, χαμήλωνες τα μάτια και αφηνόσουν, γεμάτος εμπιστοσύνη, στην στοργική Της αγκαλιά, που ήταν το βέβαιο στήριγμά σου.
Της εκμυστηρευόσουν την αδιαφορία, τη σκληροκαρδία και τα παράταιρα αυτού του κόσμου, τις ειρωνείες και τα περιπαιχτικά σχόλια κάποιων περαστικών. Έκρυβες τον πόνο μες στα φυλλοκάρδια σου, χαμήλωνες τα μάτια και πορευόσουν στα δύσκολα μονοπάτια της ζωής, με υπομονή, με συγκατάβαση και με καλοσύνη. Κρύωνες τις παγωμένες μέρες του χειμώνα αλλά αφηνόσουν στην στοργική αγκαλιά της Παλαιοφορίτισσας Παναγίας μας, που σ’ αγκάλιαζε με τις ηλιαχτίδες της αγάπης Της και ζέσταινε τα φυλλοκάρδια σου.
Μας εκμυστηρευόσουν πως η Μάνα όλου του κόσμου, η γλυκύτατη Παναγία μας, σε άκουγε, σου έστελνε όσα, ταπεινά, Της ζητούσες, σε φρόντιζε σαν να ήσουν το αγαπημένο Της παιδί και γι αυτό κάποιοι σε περιγελούσαν, σε αποκαλούσαν φαντασμένο κι εσύ στενοχωριόσουν.
Ήσουν, καθημερινά εκεί, επί παντός καιρού. Της φρόντιζες το μικρό εκκλησάκι, Της έφερνες κεριά, Της άναβες, με άπειρο σεβασμό το καντηλάκι, Της διάβαζες τους “Χαιρετισμούς” Της.
Καθόσουν με τις ώρες, εκεί, με ζέστη και με κρύο, έκανες, ευλαβικά, τον σταυρό σου, μέχρι να γεμίσει το μέσα σου με το ευωδιαστό θυμίαμα της εξ ύψους παρηγοριάς, Της ανέπεμπες την καρδιακή σου ευχαριστία για τα κουράγια που σου έδινε. Κατόπιν, έπαιρνες το δρόμο για το “κελάκι” σου, όπως αποκαλούσες το φτωχικό σου, περπατώντας σκυφτός, κάτω από το μεσημεριανό λιοπύρι κι άλλοτε συντροφιά με τον άνεμο, που σφύριζε το τραγούδι ενός μοναχικού διαβάτη, το δικό σου τραγούδι, Αναστάση.
Συχνά, μας έλεγες πως ήθελες να πας κοντά στην αγαπημένη σου μανούλα, την κυρα-Ελένη, που τόσο την φρόντισες, στα δύσκολα χρόνια της μεγάλης δοκιμασίας με την υγεία της.
Σου έλειπε τόσο η στοργική της αγκαλιά, ο συμβουλευτικός της λόγος, η μελιστάλαχτη ματιά της. Σαν μικρό παιδί, κλαψούριζες, που την είχες χάσει και είχε πια κατοικία της τα ουράνια σκηνώματα.
Μήπως, όμως, ήσουν, αληθινά, ένα μικρό παιδί, με άδολη και αγαθή ψυχή;
Γι αυτό απευθυνόσουν, με αθώο βλέμμα, στην Μητέρα Παναγία μας.Της μιλούσες, Της ζητούσες βοήθεια και Την ευχαριστούσες, που, πάντα, σε είχε κάτω από τη Σκέπη Της. Εκείνη σε απαντούσε, με τον τρόπο Της, ζεσταίνοντας το παγωμένο σου κελάκι, με την Παρουσία Της, τις σκοτεινές και κρύες νύχτες του χειμώνα.
Μας έφυγες, ξαφνικά, Αναστάση, χωρίς έναν τελευταίο χαιρετισμό, μας ξεγέλασες και μας πόνεσε πολύ ο αποχωρισμός σου, το αναπάντεχο φευγιό σου. Φαίνεται πως τίποτε δεν σε κρατούσε, πια, σ’ αυτόν τον άχαρο, τον αφιλόξενο και σκληρόκαρδο κόσμο. Ήθελες να ανέβεις, όσο γινόταν, γρηγορότερα, τα μετάξινα σκαλοπάτια που θα σε πήγαιναν στον ουρανό.
Από κει ψηλά που βρίσκεσαι, Αναστάση, σε κάποια λουλουδιασμένη γωνιά του Παραδείσου, να προσεύχεσαι και για εμάς, όπως έκανες, εδώ κάτω, όταν σου το ζητούσαμε, γιατί ξέραμε πως εισακούονταν οι προσευχές σου.
ΚΑΛΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΑΝΑΣΤΑΣΗ
ΑΙΩΝΙΑ ΣΟΥ Η ΜΝΗΜΗ!