Σύμφωνα με πληροφορίες η Alpha Bank βρήκε νέο τρόπο να «πριμοδοτήσει» τη σχέση της με τους μικρούς επαγγελματίες: από τις 12 Νοεμβρίου θα τους χρεώνει με 4,5 ευρώ τον μήνα για κάθε συσκευή POS. Όχι για την αγορά, όχι για τη συντήρηση· για τη… σκέτη ύπαρξή της. Έτσι, το εργαλείο που το κράτος επέβαλε ως «αναγκαίο βήμα στον εκσυγχρονισμό των συναλλαγών» και «χαρατσώνει» την κάθε συναλλαγή, μετατρέπεται σε έναν ακόμη μηχανισμό αφαίμαξης όσων παλεύουν καθημερινά να κρατήσουν το μαγαζάκι τους όρθιο.
Η Ομοσπονδία Βιοτεχνικών Σωματείων Αττικής (ΟΒΣΑ) μιλά ξεκάθαρα για νέο χαράτσι, επισημαίνοντας ότι η κίνηση αυτή πολύ σύντομα θα βρει μιμητές και στις υπόλοιπες συστημικές τράπεζες. Αν θέλουμε να είμαστε και δίκαιοι, η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει ότι δεν βλέπει. Με τα «μέτρα-ασπιρίνες» που ανακοίνωσε το καλοκαίρι για τους τραπεζικούς παραλογισμούς στα ΑΤΜ, έδωσε άλλοθι στις τράπεζες να ανακαλύπτουν νέες, πιο δημιουργικές μεθόδους «χρέωσης» — ακόμα και για το… καλώδιο του POS. Και όλα αυτά την ώρα που οι τραπεζικοί ισολογισμοί ανακοινώνουν κέρδη 4,5 δισ. ευρώ για το 2024.
Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι αριθμητικό· είναι πολιτικό. Διότι η ελληνική κοινωνία έχει πια συνηθίσει: στις καλές χρονιές, οι τράπεζες κερδίζουν, στις κακές τις σώζουμε εμείς. Και στο ενδιάμεσο, κάθε φορά που περνάμε την κάρτα στο μαγαζί της γειτονιάς, ξέρουμε ότι μέρος του ποσού θα καταλήξει όχι στον επαγγελματία που ιδρώνει για μια αξιοπρεπή ζωή, αλλά στους τραπεζικούς δείκτες κερδοφορίας.
Από εκεί και πέρα, ας μην ψάχνουμε δικαιολογίες. Το POS δεν είναι απλώς «υπηρεσία». Έχει γίνει το νέο αγωνιστικό άθλημα: ποιος θα αντέξει περισσότερα χαράτσια, μέχρι να σβήσει οριστικά η ταμπέλα «ανοιχτόν» στη γειτονιά μας.
Ζήσης Μιχ. Πατσίκας