Γράφει ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος
Θεολόγος, Φιλόλογος
Με αφορμή τν ανάκληση της μνήμης της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού που είχε την 19 Μάιου θεώρησα σκόπιμο να αφιερώσω αυτές τις σκέψεις μου ως μια εγκάρδια προσευχή προς όλους τους Ποντίους που έζησαν τον πόνο της Γενοκτονίας. Οι γονείς μου κατάγονταν από τον αλησμόνητο πόντο. Εκεί στη διάρκεια του Α.’ Π. Π τον Οκτώβριο του 1914 γνώρισαν τη βάρβαρη και εξοντωτική συμπεριφορά των Τούρκων. Σε μικρή ηλικία ένιωσαν την ορφάνια και την φρίκη του πολέμου.
Ο μεν πατέρας μου Ιωάννης Παπαδόπουλος του Νικολάου και της Ησαΐας καταγόταν από την Κερασούντα , παραλιακή πόλη του Πόντου, γνωστή για τα φημισμένα φουντούκια Γεννήθηκε την 15η Ιανουαρίου 1909.. Ήταν το 9οπαιδί της οικογένειας στον Πόντο. Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος η μεγαλύτερη αδελφή του η Μαγδαληνή δεν τον κατέγραψε στα δημοτολόγια της πόλης φοβούμενη το παιδομάζωμα των Τούρκων και έζησε σε ορφανοτροφείο τουρκικό και έτσι δεν γνώριζε την ελληνική γλώσσα ούτε και πότε γεννήθηκε.. Η αδερφή του η Μαγδάλα τον παρέδωσε στο τουρκικό ορφανοτροφείο της Ορντού (αρχαία Κοτύωρα) όπου έμεινε στο μεγαλύτερο διάστημα από το οποίο και τον έφερε στην Ελλάδα. Ήξερε μόνο ότι είχε οκτώ μεγάλα .αδέρφια τα οποία δεν γνώρισε γιατί πίστευε ότι χάθηκαν στον πόλεμο.
Από αυτά αργότερα έμαθε ότι σώθηκαν μόνο τα τέσσερα και ήρθαν Ελλάδα, Ο αδελφός του Χαράλαμπος, η Μαγδαληνή με τον άντρα της, τον Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο (γνωστό ως Κώτα) που ζούσαν μαζί στη Σταυρούπολη. Υπήρχε και η αδελφή του Μαρία, που δεν γνώριζε, ότι ζούσε σε κάποιο χωριό κοντά στη Δράμα. Για τα άλλα πέντε αδέρφια του και μια αδελφή, (την Παρθένα) , δεν είχε καμία πληροφορία παρά μόνο, ότι εξοντώθηκαν στα γνωστά τάγματα εργασίας, θανάτου, (amele tampuru). Για τον ένα, το Γιώργο, του οποίου το όνομα φέρει ένας αδερφός μας, μετά τον πόλεμο το 1945, έμαθε ότι ζει στην Αμερική. Ακόμα και τους γονείς του δεν τους γνώρισε, γιατί, όταν τους σκότωσαν οι Τούρκοι, ήταν πολύ μικρός. Όλα αυτά μού τα εκμυστηρεύθηκε ο πατέρας μου στο πατρικό μας σπίτι, στο χωριό, λίγες ώρες πριν αναχωρήσει για το μακρινό ταξίδι.
2. Ο γάμος των γονιών μας. Οι γονείς μας , όταν παντρεύτηκαν ήταν και οι δύο σε πολύ μικρή ηλικία . Ήταν εθιμική παράδοση από τον πόντο ο γάμος να γίνεται σε νεαρή ηλικία . Ένωσαν την φτώχεια και την ορφάνια τους στο χωριό μας και αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν τη ζωή στις πιο οδυνηρές συνθήκες της ζωής μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Σύντομα απόκτησαν το πρώτο τους παιδί, ήταν ο Νίκος, και πήρε το όνομα του πατέρα του. Έζησε όμως μόνο 6 μήνες φτώχειας και κακουχίας. Στη συνέχεια γεννήθηκα εγώ το 1931 και ακολούθησαν τα υπόλοιπα αδέλφια μου: Γιώργος, ο Νίκος, ο Λευτέρης, η Κυριακή (Κούλα), ο Κώστας( Ντίνος )και το 1954τελευταία η Δέσποινα. Έζησαν στα δύσκολα χρόνια. Αγωνίστηκαν και οι δύο να μας προσφέρουν αυτό που οι συνθήκες της εποχής εκείνης επέτρεπαν. Μέσα από την ανατροφή μας πέρασαν τα ήθη και οι πλούσιες παραδόσεις τους. Το παράξενο με τους γονείς μου ήταν το γεγονός, ότι ο μεν πατέρας μου γνώριζε καλύτερα την τουρκική γλώσσα γιατί έζησε σε τουρκικό ορφανοτροφείο, ενώ η μητέρα μας ήξερε μόνο ελληνικά.
Στις 20 Ιανουαρίου 1998 εγκατέλειψε τα εγκόσμια και πήγε να βρει τη μητέρα μας, την οποία ονόμαζε Βασούλα. Αξιώθηκε να χαρεί εκτός από τα εφτά παιδιά του, νύμφες και γαμπρούς, 16 εγγόνια και 6 δισέγγονα.. Ο πατέρας μας ήταν ήπιος χαρακτήρας. Γράμματα δεν ήξερε, όπως και η μητέρα μου λόγω του πολέμου. Η αγάπη του στα παιδιά και η εργατικότητά του ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά του και αποτελούν την πολύτιμη κληρονομιά για όλους μας.. Τον αγαπούσαμε όλοι και τον λατρεύανε παιδιά, νύφες και γαμπροί.
. Ήταν έτοιμος να θυσιαστεί για αυτά. Λυπόταν μάλιστα πολλές φορές που δεν μπορούσε να τα βοηθήσει όσο θα ήθελε. Έλαβε μέρος στον Πόλεμο με τους Ιταλούς στην Αλβανία από την 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τέλους και τον Ιούνιο του 1941 επέστρεψε περπατώντας από τη μέση της Αλβανίας, την πόλη του Ελβασάν, με τραύματα στα πόδια του μέχρι το χωριό μας τη Σταυρούπολη, όπως όλοι οι χωριανοί μας
3. Η μητέρα μου γεννήθηκε στην Πράσαρη του Πόντου μια κωμόπολη λίγα χιλιόμετρα έξω από την Κερασούντα. Στο χωριό της επειδή ήταν όλοι Πόντιοι μιλούσαν την ελληνική ποντιακή γλώσσα. Γνώριζαν ελάχιστα την τουρκική. Ονομαζόταν Βασιλική Κλεντερίδου του Γαβριήλ και της Ελισάβετ. Μικρή έχασε και τους δύο γονείς της. Η συγγενική οικογένεια της Σοφίας Καλτσίδου την έφερε μικρή στην Ελλάδα. Στο διάστημα εκείνο παντρεύτηκε τον πατέρα μας και απόκτησαν δική τους οικογένεια, παιδιά , σπίτι και χωράφια για να ζήσουν ως γεωργοί
Η μητέρα μου, η Βάσω, όπως την αποκαλούσαν, ήταν ο στυλοβάτης του σπιτιού μας. Ήταν δραστήρια γυναίκα με οργανωτικό μυαλό και ηγετική φυσιογνωμία που ρύθμιζε τα πάντα στο σπίτι και τη ζωή μας. Αυτή όριζε και κατηύθυνε όλους στις γεωργικές εργασίες και τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας Όλοι στο χωριό την ξεχώριζαν για την ομορφιά της με το προσωνύμιο, « η Βάσω, η όμορφη» Έζησε βασανισμένα χρόνια της ορφάνιας του πολέμου στην Τουρκία και της φτώχιας στην Ελλάδα. Έζησε τα τελευταία χρόνια της στο κρεβάτι παράλυτη και υπέφερε από τη μέση της. Δυστυχώς τα παιδιά της δεν μπορούσαμε να την βοηθήσουμε. Αξιώθηκε, όμως, να γνωρίσει 16 εγγόνια και 5 δισέγγονα Οι γονείς μου ήταν υπόδειγμα οικογένειας. Είχαν την πρωτεύουσα θέση στην καρδιά των παιδιών και των εγγονών τους. Πάντα απέφευγαν να μας αναφέρουν τις εφιαλτικές στιγμές που έζησαν κατά την παιδική τους ηλικία στον Πόντο. Έπνιγαν τον πόνο μέσα τους για να μη μας πληγώσουν. Ποτέ δε θέλησαν να μας μιλήσουν για τους γονείς και τα αδέρφια τους που άφησαν νεκρούς, άταφους στον Πόντο. Διατηρούσαν εφιαλτικές αναμνήσεις. από τη λαίλαπα του πολέμου.
Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού μου Σταυρούπολη Ξάνθης που ήρθαν από τον Πόντο, από τη Μ. Α, και την Ανατολική Θράκη ήταν πρόσφυγες. Όλοι τους ήταν αγρότες από τις αλησμόνητες πατρίδες τους. Εκεί ζούσαν μαζί με τους ντόπιους Τούρκους και Εβραίους ειρηνική ζωή. Ο Α’ Π. Πόλεμος όμως το 1914 μέχρι το 1918 και στη συνέχεια μετά το 1919-1923 μετέτρεψε τη ζωή τους μαρτυρική. Αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν και να καταφύγουν στην Ελλάδα. Έφεραν μαζί με την αξιοπρέπεια που τους έμεινε, ως πολύτιμη κληρονομιά τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμά τους. Διατηρούσαν ζωντανό το συναίσθημα της πίστης στην Ορθόδοξη χριστιανική εκκλησία και την εθνική ελληνική τους καταγωγή.
Κράτησαν τη γλωσσική τους λαλιά την ποντιακή διάλεκτο με τις δικές της ιδιορρυθμίες που όλα μαζί αποτελούσαν το συνεκτικό κρίκο που τους ένωνε στον Πόντο και αργότερα στην Ελλάδα. Όλοι όσοι ζήσαμε εκείνους τους χρόνους που οι προγονοί μας της πρώτης γενιάς και ήρθαν στη Ελλάδα κουβαλούσαν στην Κιβωτό της ψυχής τους την πίστη τους προς το Θεό ,τα ψυχικά και τα σωματικά τραύματα που είχαν βιώσει από τις βιαιότητες και τις εγκληματικές πράξεις, του τουρκικού, φανατισμού, που έζησαν σε όλη τη ζωή τους
Αυτοί οι ταπεινοί και καλοκάγαθοι άνθρωποι της ποντιακής γενιάς ήταν οι πρόγονοί μου. Το ιερό σύμβολο της προκοπής και της προόδου μου. Τους έχω μέσα μου και τους αισθάνομαι που αναπνέουν. Είναι άλυτο μυστήριο στους Πόντιους η αφοσίωση και η απεραντοσύνη της αγάπης τους. Σήμερα του επαναφέρω στη μνήμη μου σαν ένα τρισάγιο προς τον Πανάγαθο Θεό να εξαντλήσει όλη του την καλοσύνη κατά την ημέρα της Κρίσεως και να δικαιώσει την αγάπη τους προς τη γενέτειρά τους και την βαθιά τους πίστη στη θεία Χάρη του. Γονατιστός ασπάζομαι τα ιερά τους λείψανα ένδειξης απέραντης αγάπης, μνήμης και αφοσίωσης.
Ας γίνουν τα λόγια αυτά εκ βαθέων της ψυχής προσευχή και ας συνοδεύονται από την ανανεωμένη υπόσχεσή μου ότι θα μένουν πάντα ζωντανοί στην ατέρμονη ποντιακή μνήμη